Arnaldo Momigliano, “History and biography”, στο: Moses I. Finley (ed.), The Legacy of Greece: A New Appraisal, Oxford University Press, 1981.
Μετάφραση: Αικατερίνη Βούλγαρη MEd, ΜSc, Ph.D., μέλος Ε.ΔΙ.Π. Παν/μίου Θεσσαλίας
1.
Όπως οι αρχαίοι Ρωμαίοι, γνωρίζουμε ότι έχουμε κληρονομήσει την «ιστορία» από τους Έλληνες. Ο Ηρόδοτος είναι για εμάς ο «πατέρας της ιστορίας», όπως ήταν για τον Κικέρωνα. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι η ιστορία έχει φθάσει σ’ εμάς ως μέρος μιας μεγαλύτερης κληρονομιάς, που περιλαμβάνει τις πιο σημαντικές πνευματικές δραστηριότητες (φιλοσοφία, μαθηματικά, αστρονομία, φυσική ιστορία, εικαστικές τέχνες, κ.λπ.) στις οποίες εμπλεκόμαστε ακόμη – και, πιο συγκεκριμένα, τα πιο περίβλεπτα φιλολογικά είδη (επικό, λυρικό, ρητορικό, τραγωδία, κωμωδία, μυθιστορία, ειδύλλιο), με τα οποία ικανοποιούμε ακόμη τις ανάγκες μας για λεκτική έκφραση.
Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι, κυριολεκτικώς μιλώντας, οφείλουμε να μη χρησιμοποιούμε τη λέξη «κληρονομιά» στην περίπτωση της ιστορίας, ούτε για τις άλλες όψεις του Ελληνικού πολιτισμού. Αφότου οι ουμανιστές του 14ου και του 15ου αιώνα έκαναν καθήκον τους να αποκαταστήσουν την εγκυρότητα των αρχαίων προτύπων ύστερα από μεσαιωνικές παρεκκλίσεις, δεν τίθεται τόσο πολύ ζήτημα κληρονομιάς όσο συνειδητής επιλογής. Η νεότερη συγγραφή ιστορίας έχει καταστεί, από επιλογή, συνεχής αναμέτρηση με τα Ελληνικά πρωτότυπα και με ό,τι οι Ρωμαίοι διαμόρφωσαν από τα πρότυπά τους. Συνεπώς, υπήρξε στην Αναγέννηση αναβίωση και περαιτέρω επεξεργασία των θεωριών (σκιαγραφημένων μάλλον παρά αναπτυγμένων) οι οποίες στην αρχαία Ελλάδα καθόρισαν τα χαρακτηριστικά της ιστορίας και τις γνήσιες μορφές της: την επινόηση των «αρχαιοτήτων» από τους σοφιστές, την Ισοκρατική-Κικερώνεια ιδέα της ιστορίας ως ρητορικού είδους, την Πολυβιανή απόδοση αυστηρώς ωφελιμιστικών σκοπών στην ιστοριογραφία, και τελικώς τον διαχωρισμό μεταξύ βιογραφίας και ιστορίας, που δηλώνεται, για παράδειγμα, από τον Πλούταρχο (Αλέξανδρος, 1. 2).
Στην υποδοχή της Ελληνικής ιστοριογραφίας εμπλέκονται θεμελιώδη ερωτήματα. Γι’ αυτά έχουμε ίσως μεγαλύτερη επίγνωση απ’ ό,τι οι ιστορικοί προηγούμενων γενεών. Μπορεί να ρωτήσουμε μέχρι ποιου σημείου η Ελληνική ιστοριογραφία είναι συμβατή με τη Βιβλική θεώρηση του κόσμου· και μέχρι ποιου σημείου μπορεί να εκφράσει τις νεότερες απόψεις μας για τον κόσμο. Το πρώτο ερώτημα είχε ήδη αναγνωριστεί από εκείνους τους Πατέρες της Εκκλησίας που δημιούργησαν εκκλησιαστική ιστορία (και, ίσως ακόμη πιο ριζικά, από εκείνους τους ραβίνους που απλώς δεν έγραψαν ιστορία). Το δεύτερο ερώτημα λανθάνει τουλάχιστον στην πρόσφατη δημιουργία των κοινωνικών επιστημών, για τις οποίες δεν υπάρχει σαφές προηγούμενο ακόμη και στους πλέον «νεωτεριστές» των Ελλήνων συγγραφέων, τον Θουκυδίδη και τον Αριστοτέλη.
2.
Ένας νέος κλάδος πνευματικής δραστηριότητας πάντοτε θέτει προβλήματα καταγωγής: θα ήταν αληθινό παράδοξο αν είχαμε γλιτώσει τα προβλήματα της ιστορικής γέννησης της Ελληνικής ιστορικής συγγραφής.
Καθώς οι Έλληνες είχαν μακρά παράδοση επικής ποίησης πριν αρχίσουν να γράφουν ιστορική πρόζα, είναι δελεαστικό να εκλάβουμε τον Όμηρο ως πρόδρομο των ιστορικών και να προσθέσουμε τους ποιητές των κύκλιων επών και τους συγγραφείς ποιημάτων γύρω από τα θεμέλια Ελληνικών πόλεων (Σημωνίδης, Ξενοφάνης). Ο Ηρόδοτος δίνει την εντύπωση ότι μας ενθαρρύνει προς αυτήν την κατεύθυνση. Αλλά οι ίδιοι οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι γνώριζαν ότι υπήρχαν δύο διαφορές μεταξύ ιστορίας και επικής ποίησης: η ιστορία γραφόταν σε πρόζα, και είχε την πρόθεση να διαχωρίσει τα γεγονότα από τις φαντασίες για το παρελθόν. Ο Όμηρος ήταν πάρα πολύ μεγάλη αυθεντία για να μη χρησιμοποιηθεί από ιστορικούς ως απόδειξη για συγκεκριμένα γεγονότα. Η αξιοποίηση των κειμένων ως τεκμηρίων ήταν ακριβώς μία από τις χαρακτηριστικές λειτουργίες που διέκριναν την Ελληνική συγγραφή ιστορίας από την επική ποίηση.
Περισσότερη προσοχή πρέπει να δοθεί σε μια δήλωση του Διονυσίου του Αλικαρνασσέως (Περί Θουκυδίδου χαρακτήρος, 5), που φαίνεται να εκφράζει την άποψη προγενέστερων σοφών της ελληνιστικής εποχής, αλλά δε θα έχανε το ενδιαφέρον της αν είχε προκύψει από τη γνωριμία του Διονυσίου με τη Ρωμαϊκή ιστοριογραφία. Ο Διονύσιος θεωρούσε ότι η Ελληνική ιστορική συγγραφή είχε αρχίσει με τη μορφή ιστοριών πόλεων ή περιοχών με βάση τοπικές μαρτυρίες – είτε ιερές είτε εγκόσμιες. Αυτό ηχεί εκ των προτέρων αρκετά πιθανό, διότι χρονικά πόλεων και ναών υπήρχαν όχι μόνο στη Ρώμη αλλά και σε ορισμένους από εκείνους τους Ανατολικούς πολιτισμούς με τους οποίους οι Έλληνες είχαν επαφές. Είναι πολύ αμφίβολο, ωστόσο, αν ο Διονύσιος γνώριζε οποιαδήποτε ιστορία πριν από τον 5ο αιώνα π.Χ. Ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης δεν δείχνουν καμία επίγνωση τέτοιων αρχαϊκών ιστοριών, αν και δεν ήταν με κανέναν τρόπο απρόθυμοι να αντιδικήσουν με τους προκατόχους τους. Ο Θουκυδίδης δεν μας λέει στο 1. 13 πού βρήκε τις πληροφορίες του για τη ναυτική ιστορία. Μετά το 500 π.Χ. οι τοπικοί χρονικογράφοι ήταν απλώς μία –και όχι η πιο σημαντική– ομάδα ανάμεσα στους συγγραφείς που δημιούργησαν το νέο κλίμα ιστορικής έρευνας. Πληροφορούμαστε για συγγραφείς βιογραφικών και αυτοβιογραφικών καταγραφών (ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς, ο Ίων ο Χίος), για μελετητές της χρονολόγησης (ο Ιππίας ο Ηλείος), για ερευνητές της φιλολογικής ιστορίας (ο Θεαγένης ο Ρήγιος, ο Δαμάστης ο Σιγειεύς) και, φυσικά, για τοπικούς και περιφερειακούς ιστορικούς (ο Χάρων ο Λαμψακηνός, ο Αντίοχος ο Συρακούσιος). Προπαντός υπήρχαν συγγραφείς οι οποίοι, όπως ο Ηρόδοτος και σε κάποιες περιπτώσεις πιθανώς πριν από αυτόν, προσπάθησαν να πληροφορήσουν τους Έλληνες για την Περσική Αυτοκρατορία ή για κάποια από τα μέρη της. Ο παλαιότερος (περ. 460 π.Χ.;) είναι προφανώς ο μυστηριώδης Διονύσιος ο Μιλήσιος, που λέγεται ότι συνέθεσε ένα βιβλίο για «Περσικές υποθέσεις» (Περσικά) και ένα βιβλίο για τα «μετά τον Δαρείο». Πιο φημισμένος ήταν ο Ξάνθος, ο συγγραφέας της ιστορίας της Λυδίας, ένας εξελληνισθείς γηγενής που προσπάθησε να συνδυάσει κάποιες από τις εθνικές του παραδόσεις με Ελληνικές ιστορίες προς όφελος των Ελλήνων – φαινόμενο που έμελλε να καταστεί χαρακτηριστικό της μεταγενέστερης Ελληνιστικής ιστοριογραφίας. Δύο έργα για «Ελληνικές υποθέσεις» (Ελληνικά) από τον Χάρωνα τον Λαμψακηνό και τον Δαμάστη τον Σιγειέα μπορεί ήδη να είχαν εμπνευστεί από τον Θουκυδίδη. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πλειονότητα των πρωιμότερων συγγραφέων ιστορικών θεμάτων που έγραψαν στα Ελληνικά, περιλαμβανομένου του Ηροδότου, κατάγονταν από την Ασία ή από τα νησιά του Αιγαίου. Αυτό δεν στηρίζει αναγκαστικά τη γνώμη του Διονυσίου του Αλικαρνασσέως για τα αρχικά είδη των Ελληνικών ιστορικών έργων, αλλά εγείρει το γενικότερο ερώτημα, πιο εύκολο να τεθεί παρά ν’ απαντηθεί, αν οι επαφές με τα Ανατολικά έθνη και η ζωή υπό Πέρσες ηγεμόνες ώθησαν την Ελληνική ιστοριογραφία.
Ο Ηρόδοτος (που έγραψε περ. 445-425 π.Χ.) σαφώς θεωρεί τον Εκαταίο τον Μιλήσιο ως τον μόνο έγκυρο προκάτοχό του. Ο Εκαταίος, δεσπόζουσα μορφή στην Ιωνική επανάσταση του περ. 500 π.Χ., είχε προσπαθήσει να βάλει τάξη και να «εξορθολογίσει» τις μυθικές γενεαλογίες των Ελλήνων (τους οποίους θεωρούσε ικανούς για τη μετάδοση «πολλών και γελοίων ιστοριών»), και είχε γράψει μια πρότυπη ταξιδιωτική περιγραφή (περίοδος), όπου αναμειγνύονταν η γεωγραφία και η εθνογραφία. Με τη σειρά του ο Θουκυδίδης άφησε να εννοηθεί η αποδοκιμασία του για δύο συγχρόνους του. Ο ένας ήταν ο ίδιος ο Ηρόδοτος· ο άλλος ήταν ο Ελλάνικος, ένας πολυμαθής άνδρας από το νησί της Λέσβου, που έγραψε πολλά βιβλία τοπικής ιστορίας, μυθογραφίας και γεωγραφίας, μεταξύ των οποίων και ένα χρονικό της Αττικής που δημοσιοποιήθηκε μετά το 406 π.Χ.
Η καινοτομία του Ηροδότου, σε σύγκριση με τους προκατόχους και τους συγχρόνους του, φαίνεται ότι υπήρξε διφυής. Δίνει την εντύπωση ότι υπήρξε ο πρώτος που παρήγαγε μιαν αναλυτική περιγραφή ενός πολέμου, του Περσικού Πολέμου. Επιπλέον, ήταν πιθανώς ο πρώτος που χρησιμοποίησε εθνογραφικές και πολιτειακές μελέτες προκειμένου να εξηγήσει τον πόλεμο καθεαυτόν και να αιτιολογήσει την έκβασή του. Η ίδια η λέξη ιστορία με την έννοια με την οποία τη χρησιμοποιούμε είναι φόρος τιμής στον Ηρόδοτο, που επινόησε ή τελειοποίησε ένα νέο φιλολογικό είδος. Ο Ηρόδοτος χρησιμοποίησε τη λέξη ιστορία στα εθνογραφικά του τμήματα για να χαρακτηρίσει την «έρευνα», αλλά τον 4ο αιώνα π.Χ. ως ιστορία εκλαμβανόταν αυτό που είχε κάνει ο Ηρόδοτος – δηλαδή, η ειδική έρευνα σε παρελθόντα γεγονότα.
Οι τρεις συνιστώσες της Ηροδότειας έρευνας –η εθνογραφία, η έρευνα στα πολιτεύματα και η πολεμική ιστορία– δεν παρέμειναν άρρηκτα ενωμένες. Ο συνδυασμός περιοριζόταν συνηθέστερα σε δύο στοιχεία: είτε εθνογραφία και πολιτεύματα, είτε εθνογραφία και πόλεμοι, ή πολιτεύματα και πόλεμοι. Ο Θουκυδίδης είναι το πιο προφανές παράδειγμα της σχεδόν ολοκληρωτικής εξάλειψης της εθνογραφίας, αν και διατήρησε την αυστηρή ενσωμάτωση της ιστορίας των πολέμων με την ιστορία των πολιτευμάτων. Τα προβλήματα των πολιτευμάτων συζητούνταν πράγματι ανεξάρτητα, χωρίς αναφορά σε ιστορική έρευνα, όπως μπορούμε να δούμε στην Αθηναίων Πολιτεία, που αποδίδεται στον Ξενοφώντα, αλλά γράφτηκε περ. το 440-420 π.Χ. Παρ’ όλ’ αυτά, η αμοιβαία σχέση εθίμων, θεσμών και πολέμων, που ο Ηρόδοτος είχε ανακαλύψει, παρέμεινε εγγενής στην ιστορική έρευνα – με συνέπεια μια σειρά από γεγονότα να θεωρείται σιωπηρά ή κατηγορηματικά ως η ερμηνεία μιας άλλης σειράς (ένα καλύτερο πολίτευμα εξηγούσε μια νίκη, αλλά και μια ήττα μπορούσε να καταλήξει σε αλλαγές εθίμων και θεσμών). Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, ο Ηρόδοτος ήταν αυτός που έκανε κανόνα για τους ιστορικούς να εξηγούν τα γεγονότα που αφηγούνταν.
Η ερμηνεία έλαβε τη μορφή αναζήτησης αιτίων, ιδιαίτερα πολέμων και επαναστάσεων. Τουλάχιστον από την εποχή του Θουκυδίδη, είχε γίνει μια διάκριση μεταξύ άμεσων και μακρινών αιτίων – ή μεταξύ αιτίων και προφάσεων. Η αιτιώδης ανάλυση των αλλαγών στα πολιτεύματα συχνά προχωρούσε βαθύτερα απ’ ό,τι η ανάλυση των αιτιών του πολέμου, διότι οι Έλληνες δέχονταν ως δεδομένη την ύπαρξη εχθρότητας μεταξύ ανεξάρτητων κρατών, ενώ δεν θεωρούσαν τις εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις αναπόφευκτες. Οι Έλληνες ιστορικοί, ως εκ τούτου, έδιναν την εντύπωση ότι ήταν ωριμότεροι στις περιγραφές των επαναστάσεων παρά στη φαινομενολογία του πολέμου. Ακόμη και ο Θουκυδίδης ή ο Πολύβιος δεν αποτελούν εξαιρέσεις.
Η αναζήτηση των αιτίων, αρκετά εύλογα, ήταν λιγότερο προεξέχουσα ή τουλάχιστον λάμβανε πιο πλάγιες μορφές στην περίπτωση εθνογραφικής έρευνας. Περιστασιακά, παραθέτονταν γεωγραφικοί παράγοντες ως αιτίες σωματικών και ψυχικών ιδιορρυθμιών: η αγάπη για την ελευθερία συνδεόταν με εύκρατο κλίμα. Αλλά η πιο διάσημη από αυτές τις ερμηνείες συναντάται όχι σε έναν ιστορικό, αλλά στον συγγραφέα της Ιπποκρατικής πραγματείας, Περί Αέρων, Υδάτων και Τόπων. Η εθνογραφία βασιζόταν στην επίγνωση της διάκρισης μεταξύ Ελλήνων και Βαρβάρων, και αυτή η διάκριση φαινόταν να είναι καθεαυτήν επαρκής εξήγηση. Η έρευνα περιορίστηκε περαιτέρω από την απροθυμία των Ελλήνων να διδαχτούν ξένες γλώσσες. Η Ελληνική εθνογραφική έρευνα είχε εξαιρετικά μικρή συμβολή στη γνώση μη Ελληνικών γλωσσών. Οποιαδήποτε γνωριμία είχε με ξένα κείμενα ήταν από δεύτερο χέρι και διαστρεβλωμένη. Συνεπώς, η Ελληνική εθνογραφία τρεφόταν από τις ιδιορρυθμίες της Ελληνικής εθνικής συνείδησης, και με τη σειρά της τις έτρεφε. Από αυτήν την άποψη, υπήρχαν λίγα κίνητρα για διεξαγωγή εθνογραφικής έρευνας σε επιμέρους περιοχές της Ελλάδας. Η όποια περιέργεια υπήρχε για Ελληνικές περιοχές ικανοποιείτο καλύτερα από έρευνα σε συγκεκριμένα θέματα, όπως λατρείες και μνημεία και, μάλιστα, διαλέκτους. Συνδεόταν, φυσικά, με την τοπική πολιτική ιστορία. Ιδιαίτερα κατά την Ελληνιστική περίοδο, συγγραφείς τοπικών χρονικών ήταν επίσης αρχαιοδίφες. Η Ελλάδα στο σύνολό της κατέστη εθνογραφικού ενδιαφέροντος για τους Έλληνες μόνο στην Ελληνιστική και στη Ρωμαϊκή περίοδο – αλλά ακόμη και τότε όχι πολύ συχνά.
3.
Από τον Ηρόδοτο προήλθε το παράδειγμα επιλογής ενός σχεδόν σύγχρονου θέματος (των Περσικών Πολέμων) ως του πλέον κατάλληλου για έναν ιστορικό. Αυτό προϋπέθετε μια συγκεκριμένη αντίληψη γύρω από τη δομή της ιστορικής έρευνας ως στηριζόμενης σε μαρτυρίες που έπρεπε να ελεγχθούν. Δεδομένου ότι ο απλούστερος τρόπος γνώσης των γεγονότων είναι να τα δει κανείς, δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο Ηρόδοτος εκτιμούσε την άμεση οπτική παρατήρηση ως την καλύτερη και, δίπλα σε αυτήν, τη συλλογή αναφορών από αξιόπιστες μαρτυρίες. Στην Ελλάδα του 5ου αιώνα π.Χ., οι γραπτές μαρτυρίες δεν ήταν άφθονες, και τα τεκμήρια που είχαν μεταδοθεί από προηγούμενους αιώνες ήγειραν προβλήματα ερμηνείας και αξιοπιστίας που υπερέβαιναν τις δυνάμεις του Ηροδότου. Συνεπώς, ένα θέμα εγγύς στον χρόνο κατέστη προτιμότερο, αν και δεν αποκλειόταν η εξερεύνηση περισσότερο απομακρυσμένων γεγονότων, όπως ο ίδιος ο Ηρόδοτος κατέστησε σαφές. Ο Θουκυδίδης βασικά δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να ενισχύσει την αυστηρότητα και τη συνέπεια των κριτηρίων του Ηροδότου, προτιμώντας τη σύγχρονη από τη σχεδόν σύγχρονη ιστορία και αρνούμενος να αφηγηθεί οτιδήποτε δεν θεωρούσε απολύτως αξιόπιστο, ενώ ο Ηρόδοτος είχε θεωρήσει εύλογο να αναφέρει, με μια προειδοποίηση, αυτό για το οποίο δεν μπορούσε να εγγυηθεί άμεσα. Ο Θουκυδίδης ήταν σε θέση να μεταγράψει κάποιες γραπτές αποδείξεις (επιστολές, επιγραφές και συνθήκες) που ενέπιπταν στα κριτήριά του για την αξιοπιστία, αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι δεν παρέκκλινε από τον Ηροδότειο κανόνα προτίμησης της προφορικής έναντι της γραπτής μαρτυρίας. Άφησε στους διαδόχους του τη σαφή εντύπωση πως η άμεση παρατήρηση και οι προφορικές αναφορές μαρτύρων ήταν συνολικά προτιμότερες από τις γραπτές αποδείξεις. Στον βαθμό που απέκλεισε ό,τι δεν θεωρούσε αξιόπιστο, υπήρχε μια επικίνδυνη επίπτωση στην αυστηρότητά του. Αλλά εισήγαγε μια δόση λιτότητας που κατέστη μέρος του ήθους του ιστορικού (αν όχι της πράξης του ιστορικού). Και μολονότι δεν θεωρούσε δυνατή μια λεπτομερή ανακατασκευή του μακρινού παρελθόντος, δημιούργησε ένα αξιομνημόνευτο δείγμα του πώς θα μπορούσε κανείς να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα για την αρχαϊκή Ελλάδα.
Με τον Ηρόδοτο και ακόμη περισσότερο με τον Θουκυδίδη, ο ιστορικός καθιέρωσε τον εαυτό του ως μάρτυρα και καταγραφέα αλλαγών –ειδικά πρόσφατων αλλαγών– οι οποίες κατά την κρίση του ήταν αρκετά σημαντικές για να μεταδοθούν στους μεταγενεστέρους. Στην εκλογή του λάμβανε υπόψη, αλλά και απεικόνιζε, τα κυρίαρχα ενδιαφέροντα της κοινότητας στην οποία ανήκε. Στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα αναδύθηκαν ως τα βασικά θέματα της Ελληνικής ιστοριογραφίας.
Ήταν, επίσης, το παράδειγμα του Ηροδότου, και μετά από αυτόν του Θουκυδίδη, που έκανε τους Έλληνες απρόθυμους να αποδώσουν την πλήρη επιβλητικότητα της ιστορίας σε απλές αφηγήσεις τοπικών γεγονότων. Το Αθηναϊκό τοπικό χρονικό (Ατθιδογραφία), αν και ενέπλεκε ηγετικές προσωπικότητες και σημαντικές αλλαγές πολιτευμάτων, ποτέ δεν τέθηκε στο ίδιο επίπεδο με την ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου με τον πανελλαδικό της ορίζοντα. Ο κανόνας των Μεγάλων Ελλήνων ιστορικών, που κατασκευάστηκε στην Ελληνιστική εποχή, εκφράζει αυτήν την άποψη με τον αποκλεισμό των τοπικών ιστορικών. Η κοινότητα γύρω από την οποία και για την οποία μιλούσαν οι «καλοί» ιστορικοί δεν ήταν εκείνη της μεμονωμένης πόλης. Η Ελλάδα στο σύνολό της ήταν ο πιο προφανής όρος αναφοράς τους. Με δεδομένη τη διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και οποιασδήποτε βάρβαρης γης (όπως υποδειγματικά είχε δείξει ο Ηρόδοτος), ο ιστορικός έπρεπε, φυσικά, να αναγνωρίζει τις συγκρούσεις μεταξύ Ελληνικών Κρατών και εντός Ελληνικών Κρατών (όπως υποδειγματικά είχε δείξει ο Θουκυδίδης).
Από την ίδια άποψη, ήταν δύσκολο να θεωρηθεί ολοκληρωμένη ιστορία η μελέτη γενεαλογιών, ιδρύσεων πόλεων, εορτών, τελετουργικών, νόμων, εθίμων, λόγων, χρονολογικών συστημάτων, και τα όμοια. Η έρευνα σε τέτοια θέματα παρέμενε σε μια λανθάνουσα κατάσταση, στην οποία ο Ιππίας προφανώς έδωσε το όνομα της αρχαιολογίας (Πλάτων, Ιππίας Μείζων, 285D). Σύμφωνα με τον ίδιο Ιππία, οτιδήποτε «αρχαιολογικό» ασκούσε μια ξεχωριστή γοητεία στους Σπαρτιάτες. Αυτή η ονομασία, ωστόσο, δεν ήταν γενικώς αποδεκτή στον Ελληνο-Ρωμαϊκό κόσμο. Αφέθηκε στην Αναγέννηση να συγκεντρώσει υπό την ονομασία των «αρχαιοτήτων», που κληρονομήθηκε από τον Βάρρωνα, όλα τα ιστορικά θέματα που δεν ανταποκρίνονταν στην Ηροδότεια-Θουκυδίδεια έννοια της ιστορίας, η οποία επικεντρώνεται στην πολιτική και στον πόλεμο. Για τον ίδιο λόγο, οι βιογραφικές αναφορές δεν ήταν ιστορία, αν και η κανονική ιστορία μπορούσε να περιέχει σύντομα βιογραφικά σκαριφήματα. Ο Ξενοφών έγραψε δύο φορές για τον Αγησίλαο, μία από βιογραφική, και μία από ιστορική άποψη. Το γεγονός ότι η βιογραφία πρωτοεμφανίστηκε με τη μορφή εγκωμίου ενός ατόμου, συνέβαλε στον διαχωρισμό της από την ιστορία. Ένα ακόμη πρόδηλο χαρακτηριστικό της Ηροδότειας-Θουκυδίδειας προσέγγισης ήταν ότι η ιστορία, η οποία στόχευε στην αλήθεια, θα έπρεπε να απέχει από υπερβολές επαίνου και μομφής. Είναι πιθανόν ότι η τοπική ιστορία επίσης υπέφερε από αυτήν την υποψία προκατάληψης. Οι Έλληνες γνώριζαν τον εαυτό τους: αντιλαμβάνονταν την ισχύ που ασκούσαν οι τοπικές εξαρτήσεις. Η «πραγματική» ιστορία ήταν πάνω από τοπικές έχθρες.
4.
Η δημιουργία του Ηροδότου και οι Θουκυδίδειες εξελίξεις έχουν τις ρίζες τους στην πνευματική επανάσταση του 5ου αιώνα, και αντλούν την πλήρη σημασία τους από αυτήν. Ήταν η εποχή όπου η τραγωδία, η κωμωδία, η ιατρική, η φιλοσοφία και η ρητορική είτε δημιουργήθηκαν είτε μετασχηματίστηκαν. Ακόμη και αν δεν γνωρίζαμε ότι ο Σοφοκλής ήταν φίλος του Ηροδότου, θα διακρίναμε τις συγγένειες του δεύτερου με τον πρώτο σε ηθικές, θρησκευτικές και πολιτικές αντιλήψεις. Ο Θουκυδίδης, ο Ιπποκράτης και ο Ευριπίδης ανακαλούν ο ένας τον άλλον ακαταμάχητα. Μια από τις επινοήσεις του Θουκυδίδη –η χρήση φανταστικών ομιλιών για ν’ αναφέρει τάσεις της κοινής γνώμης και ν’ ανακατασκευάσει τα κίνητρα πολιτικών ηγετών– είναι αδιανόητη χωρίς την τυποποίηση της ευγλωττίας, που έλαβε χώρα τον ύστερο 5ο αιώνα εντός και εκτός Αθήνας. Σε άλλους πολιτισμούς οι γραπτές καταγραφές γεγονότων εμπνέονταν από σύγχρονες εικαστικές τέχνες, ή τουλάχιστον μπορούν εύκολα να εικονογραφηθούν από σύγχρονες εικαστικές τέχνες. Έχει ειπωθεί (όχι χωρίς υπερβολή) ότι η αρχαία ανατολική ιστοριογραφία έλκει την καταγωγή της από αφηγηματικές ζωγραφιές και ανάγλυφα. Μεσαιωνικές ιστορικές καταγραφές φέρνουν στον νου σύγχρονη ζωγραφική και, στην πραγματικότητα, εικονογραφούνται συχνά με ζωγραφιές. Οι Ελληνικές ιστορικές καταγραφές δεν επηρεάστηκαν από τη σύγχρονη τέχνη. Το «ύφος των αετωμάτων» που αποδίδεται στον Ηρόδοτο δεν είναι πολύ πειστικό, ακόμη και ως μεταφορά. Το ύφος της Ελληνικής ιστορίας ουσιαστικά ρυθμιζόταν από κανόνες συγγραφής πρόζας και από τη διάκρισή της από άλλα φιλολογικά είδη.
Η ιστορία με την Ηροδότεια και τη Θουκυδίδεια μορφή όχι μόνο διδάσκεται από άλλους κλάδους γνώσης και συνεισφέρει σε αυτούς (η αμοιβαία επίδραση είναι ιδιαίτερα προφανής στην περίπτωση της φιλοσοφίας), αλλά τους προϋποθέτει. Δεν είναι υπόθεση της ιστορίας να δώσει την τελική αίσθηση των πραγμάτων ή να μετρήσει πλήρως τη σχέση των θεών με τους ανθρώπους, ή πράγματι να εξερευνήσει συστηματικά την φύσιν του ανθρώπου: για να γίνουν αυτά, υπάρχουν άλλες επιστήμες. Η κατεύθυνση που έδωσε ο Ηρόδοτος και ακόμη περισσότερο ο Θουκυδίδης στη συγγραφή ιστορίας, βεβαίως προϋποθέτει –και ενισχύει– την αντίληψη ότι η παρέμβαση των θεών σε ανθρώπινα ζητήματα δεν είναι ούτε σταθερή ούτε ιδιαίτερα προφανής. Αλλά αυτή είναι μάλλον μια προφανής αποδοχή, ή επεξεργασία, της γενικής τάσης που παρατηρείται στην Ελληνική σκέψη τον 5ο αιώνα παρά μια προγραμματική επιδίωξη. Ακόμη και σε μεταγενέστερους αιώνες, η περιθωριακή συμβολή των θεών στο ιστορικό αφήγημα προϋποθέτει μάλλον παρά εκφράζει την Ελληνική αδιαφορία για θεολογικές αναζητήσεις. Η ιστορία είχε μια περιορισμένη στόχευση γύρω από έναν ποικίλο και καθόλου σχολαστικά άκαμπτο πολιτισμό. Σκοπός της ήταν να διατηρήσει μια αξιόπιστη καταγραφή παρελθόντων γεγονότων, και, ως εκ τούτου, έπρεπε να καθιερώσει κριτήρια αξιοπιστίας. Σκοπός της ήταν να δώσει ιδιαίτερη προσοχή σε πολέμους και πολιτικές επαναστάσεις, διότι προκαλούσαν επακόλουθες αλλαγές. Ήταν υποχρεωμένη να δώσει μια εξήγηση των γεγονότων στον βαθμό που αυτή ήταν συμβατή με τη χρήση αποδείξεων. Οι μεταφυσικές ερμηνείες, κατά κανόνα, είτε αποφεύγονταν είτε υπονοούνταν εν συντομία. Αργότερα, στην Ελληνιστική περίοδο, κάποιοι ιστορικοί (εκ των οποίων ο σημαντικότερος ήταν ο Πολύβιος) χρησιμοποίησαν με ιδιαίτερη ικανοποίηση την έννοια της Τύχης, που αντιπροσώπευε έναν κομψό τρόπο αποφυγής οποιασδήποτε σοβαρής θρησκευτικής ή φιλοσοφικής δέσμευσης.
Αν και οι ιστορικοί φαίνονταν προετοιμασμένοι να αποτίσουν φόρο τιμής στη φιλοσοφία, και κάποιοι φιλόσοφοι (όπως ο Πλάτων στους Νόμους και ο Αριστοτέλης) διαφωτίζονταν από την έρευνα σε ιστορικά γεγονότα, η Ελληνική φιλοσοφία στο σύνολό της δεν ήταν ευγενική απέναντι στην ιστορία. Στους φιλοσόφους η ιστορία φαινόταν να έχει τις ρίζες της σ’ εκείνον τον εφήμερο κόσμο φιλοδοξιών και παθών από τον οποίο η φιλοσοφία όφειλε να ελευθερώνει τον άνθρωπο. Ένας φιλόσοφος που εμπλεκόταν άμεσα στη συγγραφή ιστορίας και το απολάμβανε φανερά, όπως ο Ποσειδώνιος τον 1ο αιώνα π.Χ., είναι τόσο ξεχωριστός, ώστε κατέστη μυστηριώδης. Η πίεση της φιλοσοφίας στους ιστορικούς προέτρεψε κάποιους από αυτούς να μετατρέψουν τα ιστορικά βιβλία σε φιλοσοφικές μυθιστορίες. Ο Ξενοφών κάλυψε στην Κύρου Παιδεία το πρότυπο της παιδαγωγικής ψευδο-βιογραφίας. Δύο γενιές αργότερα, ο Ονησίκριτος μετέτρεψε τον βίο του Αλεξάνδρου σε οιονεί Κυνική μυθιστορία. Οι σύγχρονοί του Εκαταίος από τα Άβδηρα και ακόμη περισσότερο ο Ευήμερος παρουσίασαν τις δικές τους σκέψεις με τη μορφή εθνογραφίας.
Εφόσον οι ιστορικοί ήταν ελεύθεροι να εισάγουν στις καταγραφές τους οποιονδήποτε φιλοσοφικό ή θρησκευτικό στοχασμό τούς άρεσε, είναι δυνατή η απόδοση συγκεκριμένων φιλοσοφικών ή θρησκευτικών ιδεών σε μεμονωμένους ιστορικούς. Αλλά μένει να αποδειχθεί αν οποιοσδήποτε από αυτούς βάσισε τις καταγραφές του σε φιλοσοφικές ή θρησκευτικές έννοιες. Πολλές πληκτικές συζητήσεις για την κυκλικότητα του χρόνου στην Ελληνική ιστοριογραφία θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, αν είχε παρατηρηθεί ότι το εύρος του χρόνου το οποίο συνήθως καλύπτουν οι Έλληνες ιστορικοί είναι πάρα πολύ βραχύ για να οριστεί είτε ως γραμμικό είτε ως κυκλικό. Χαρακτηριστικά, ο Πολύβιος θεωρητικολόγησε για την κυκλικότητα των πολιτειακών μορφών, αλλά ανέφερε συνήθη στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα, χωρίς αναφορά σε οποιαδήποτε τέτοια κυκλικότητα. Μεταγενέστεροι πολιτισμοί (ιδιαίτερα ο Αραβικός) μπόρεσαν να αφομοιώσουν την Ελληνική φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη, χωρίς να επηρεαστούν βαθιά από την Ελληνική ιστορική σκέψη.
5.
Η αφήγηση του ιστορικού φιλοδοξούσε να προσφέρει κάποιου είδους απόλαυση στους αναγνώστες της. Ταυτοχρόνως, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ύπαρξή της αν δεν ήταν επίσης χρήσιμη. Αλλά η ακριβής σχέση μεταξύ απόλαυσης και χρησιμότητας, και η μορφή τόσο της απόλαυσης όσο και της χρήσης, υπήρξαν ζητήματα αμφιλεγόμενα και προσωπικής προτίμησης, τουλάχιστον αφότου ο Θουκυδίδης κατηγόρησε τον Ηρόδοτο για πρόταξη της τέρψης έναντι της διδασκαλίας. Η προσοχή με την οποία ο Θουκυδίδης έγραφε την πρόζα του δείχνει, ωστόσο, ότι ακόμη και αυτός δεν παρέβλεπε την απολαυστική όψη της παρουσίασής του. Πρέπει, φυσικά, να διακρίνουμε μεταξύ των τεχνικών που πραγματικά υιοθετήθηκαν από διάφορους ιστορικούς για να προκαλέσουν απόλαυση και των θεωριών για τις κατάλληλες μορφές προσφοράς απόλαυσης. Τον 4ο αιώνα π.Χ., ο Έφορος και ο Θεόπομπος έκαναν χρήση των ρητορικών τεχνικών που είχαν διδαχθεί στη σχολή του Ισοκράτη για να ζωντανέψουν τις παρουσιάσεις τους. Ο Κλείταρχος και άλλοι ιστορικοί του Μεγάλου Αλεξάνδρου έγιναν περιβόητοι για την τάση τους να διασκεδάζουν τον αναγνώστη. Τον 3ο και τον 2ο αιώνα π.Χ. μια τεχνική «παθιασμένων [δηλαδή με επίκληση του πάθους]» υπερ-δραματοποιήσεων γεγονότων είχε την εύνοια κάποιων ιστορικών, όπως του Φυλάρχου (τον οποίο γνωρίζουμε κυρίως μέσω του επικριτή του Πολύβιου) και του συγγραφέα των Μακκαβαίων Β΄. Αυτό που παραμένει ασαφές είναι η σχέση μεταξύ αυτής της «παθιασμένης» τεχνικής και της θεωρίας της ιστοριογραφίας ως μιμήσεως, που φαίνεται να έχει προταθεί ή υποστηριχθεί από τον Δούρι, προκειμένου να σώσει την πολιτική ιστοριογραφία από τις μομφές του Αριστοτέλη. Ο Πολύβιος αντέδρασε καταδικάζοντας οποιαδήποτε επίκληση των συναισθημάτων, και υπογραμμίζοντας τη σπουδαιότητα της νηφάλιας πολιτικής εμπειρίας και των γεωγραφικών γνώσεων για τον ιστορικό.
Η πιο ορατή αδυναμία των Ελλήνων ιστορικών ήταν η προσέγγισή τους στις αποδείξεις (δηλαδή, τα κριτήριά τους για την αποκατάσταση των γεγονότων). Η απουσία επακριβών κανόνων για τη συγκέντρωση και επιλογή δεδομένων δημιουργούσε σύγχυση στη σκέψη τόσο των συγγραφέων όσο και των αναγνωστών τους. Ο Ηρόδοτος θα μπορούσε να θεωρείται εκ περιτροπής ως ο πατέρας της ιστορίας και ως ένας ψεύτης, διότι κανείς δεν ήταν σε θέση να ελέγξει τις ιστορίες που είχε αφηγηθεί. Ο νεότερός του αντίζηλος Κτησίας έγινε πιστευτός όταν κατηγόρησε τον Ηρόδοτο για ψεύδη, παρόλο που αυτός επίσης ήταν γνωστός ως ψεύτης. Μόνον η νεότερη Οριενταλιστική έρευνα υπήρξε ικανή να δείξει ότι ο Ηρόδοτος ήταν ένας αξιόπιστος ανταποκριτής (εντός των ορίων των πληροφοριών του), ενώ ο Κτησίας ήταν αδίστακτος. Οι ρητορικοί κανόνες σύνθεσης περιέπλεξαν περαιτέρω τα πράγματα, παρέχοντας λόγους ή δικαιολογίες για παρέκκλιση από την αλήθεια, ακόμη και όταν ήταν αναμφισβήτητα γνωστή. Η επιλογή θεμάτων για ιστορία αντιστοιχούσε τόσο στενά στα πρωταρχικά ενδιαφέροντα της Ελληνικής πολιτικής ζωής, ώστε να φυλακίζεται από αυτά. Τόσο η πνευματική όσο και η οικονομική ζωή παρέμεναν περιθωριακά (και σχεδόν καθόλου αναγνωρίσιμα) θέματα για τους ιστορικούς. Αυτό με τη σειρά του καθόρισε τις αρχές ερμηνείας. Άλλοι περιορισμοί στην ανάλυση και, ως εκ τούτου, στην εξήγηση ήταν συμφυείς με την απόλυτη προτίμηση που διδόταν στην αφηγηματική μορφή για την πολιτική ιστορία, ενώ η βιογραφία και η αρχαιοδιφική έρευνα συχνά λάμβαναν περιγραφική μορφή, που επέτρεπε καλύτερη αναλυτική εργασία. Κάποια θεραπεία βρέθηκε σε παρεκβάσεις και παρεμβολές, στις οποίες οι Έλληνες ιστορικοί συχνά έλεγαν ό,τι είχε μεγαλύτερη σημασία γι’ αυτούς, αλλά οι παρεκβάσεις αφήνουν τη βασική γραμμή της ερμηνείας ανεπηρέαστη (όπως είναι προφανές, για παράδειγμα, στους αναγνώστες των κεφαλαίων του Θουκυδίδη για τα πενήντα χρόνια πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και της θεωρίας του Πολύβιου για τον κύκλο των πολιτευμάτων).
Για τους Έλληνες, συνεπώς, η ιστορία δεν ήταν μια από τις επιστήμες με σαφείς μεθόδους που δημιουργούν ένα σώμα αδιαμφισβήτητης γνώσης. Καθώς δεν περιλαμβανόταν στην κοινή εκπαίδευση, παρά ως πάροχος ρητορικών παραδειγμάτων, ήταν επίσης μια βασικά μη επαγγελματική δραστηριότητα. Παρόλο που ήταν απολύτως φυσιολογικό ένας καλός ιστορικός να βρίσκει κάποιον συνεχιστή, ο συνεχιστής μπορούσε να προέρχεται από οπουδήποτε, δεν χρειαζόταν να ανήκει σε κάποια συγκεκριμένη σχολή. Δε γνωρίζουμε γιατί ο Ξενοφών, ο Θεόπομπος, και ο συγγραφέας (ενίοτε ταυτίζεται με τον Κράτιππο) του ιστορικού σπαράγματος γνωστού ως Ελληνικά Οξυρρύγχεια επέλεξαν να συνεχίσουν τον Θουκυδίδη – ή γιατί ο Ποσειδώνιος και ο Στράβων συνέδεσαν τις ιστορίες τους με εκείνες του Πολύβιου. Το έργο που έγινε στη σχολή του Αριστοτέλη για τις ιστορίες των πολιτευμάτων, και ίσως στη βιογραφία, είναι η μείζων εξαίρεση στον μεμονωμένο, μη σχολαστικό χαρακτήρα της Ελληνικής ιστοριογραφίας στο σύνολό της· αυτό το έργο δεν έγινε στη συνηθισμένη πολιτική ιστορία και σκόπευε να προετοιμάσει το έδαφος για τη φιλοσοφική θεωρία.
Έχει επανειλημμένως παρατηρηθεί ότι οι ιστορικοί ήταν συχνά εκουσίως ή αναγκαστικώς εξόριστοι από την ίδια τους την πόλη. Ο κατάλογος των διακεκριμένων ιστορικών που έγραψαν στην αλλοδαπή περιλαμβάνει τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Ξενοφώντα, τον Κτησία, τον Θεόπομπο, τον Φίλιστο, τον Τίμαιο, τον Πολύβιο, τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα και, κατά μία έννοια, τον Ποσειδώνιο, ο οποίος έγραψε ως Ρόδιος πολίτης, μολονότι γεννήθηκε στη Συρία. Αυτό μπορεί ακόμη και να δείχνει ότι η ιστοριογραφία, εκτός αν ήταν τοπική ιστορία που γραφόταν για να ικανοποιήσει τον τοπικό πατριωτισμό, είχε διφορούμενη θέση στην Ελληνική κοινωνία. Ήταν, βεβαίως, ευκολότερο να συγκεντρώσει κανείς κατάλληλες πληροφορίες για ένα μεγάλο θέμα και να είναι αμερόληπτος, αν είχε την κινητικότητα ενός εξόριστου.
Αν ο ιστορικός, κατά κανόνα, εργαζόταν μόνος, δεν απέμενε υποχρεωτικά μόνος μετά την εργασία του. Ο πειρασμός να ευχαριστεί και να κολακεύει ήταν διαρκής, ειδικά όταν η ιστοριογραφία επικεντρωνόταν σε πρόσφατα γεγονότα. Τα κράτη γνώριζαν πώς να ανταμείβουν δημοφιλείς ιστορικούς· ακόμη και ο Ηρόδοτος έλαβε ένα μεγάλο βραβείο από την Αθήνα, σύμφωνα με μια αφήγηση που φαίνεται να βασίζεται σε έγγραφα. Ο Μέγας Αλέξανδρος πειραματίστηκε περιλαμβάνοντας έναν ιστορικό στο προσωπικό του, τον Καλλισθένη – και τον σκότωσε. Αργότερα, βασιλείς της ελληνιστικής εποχής και Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν την εξουσία τόσο να τιμούν όσο και να διώκουν τους ιστορικούς. Χωρίς την υποστήριξη θεσμών (και ποτέ, ως εκ τούτου, ως εκπρόσωποι θεσμών), οι ιστορικοί έπρεπε να βασίζονται στην προσωπική τους έμπνευση και τιμιότητα.
Παρόλες αυτές τις δυσκολίες, οι Έλληνες ιστορικοί μετά τον Θουκυδίδη επέδειξαν μεγάλη ικανότητα για πειραματισμούς και προσαρμογή σε νέες συνθήκες. Η ζωτικότητά τους μπορεί να μετρηθεί με δύο τρόπους: λαμβάνοντας υπόψη πόσες νέες μορφές ιστορικής γραφής δημιούργησαν και μετέδωσαν σε εμάς, και παρατηρώντας πώς μετά τον Μέγα Αλέξανδρο η Ελληνική ιστοριογραφία εξαπλώθηκε μεταξύ μη Ελλήνων και κατέστη διεθνής μορφή επικοινωνίας. Το σημείο εκκίνησης όλων αυτών των εξελίξεων αντιπροσωπεύεται, φυσικά, από τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη. Αλλά οι διάδοχοί τους αναμόρφωσαν και απλοποίησαν τα, σε μεγάλο βαθμό, ιδιαίτερα Ηροδότεια και Θουκυδίδεια πρότυπα – ή δημιούργησαν νέους τύπους. Ακόμη και στην Αναγέννηση ή αργότερα, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης σπανίως έγιναν αντικείμενο αυστηρής μίμησης. Παρείχαν ένα ερέθισμα μάλλον παρά ένα αυστηρό πρότυπο. Η εξιδανίκευση του Θουκυδίδη τον 19ο αιώνα ως τέλειου ιστορικού σηματοδοτεί το σημείο στο οποίο η νεότερη ιστοριογραφία πράγματι άρχισε να δημιουργεί τύπους ιστορικής έρευνας, άγνωστους στον κλασικό κόσμο (όπως η οικονομική ιστορία, η ιστορία των θρησκειών, και, πέραν ορισμένων ορίων, η πολιτισμική ιστορία).
6.
Ο Ελληνικός πολιτισμός ήταν έντονα εσωστρεφής τον 4ο αιώνα π.Χ., και η συνέχιση του έργου του Ηροδότου στην εθνογραφία περιοριζόταν σε ευτελείς πληροφορίες για την Περσία (ο Κτησίας και, κρίνοντας από τα λίγα που είναι γνωστά γι’ αυτόν, ο Δήνων). Η Θουκυδίδεια μονογραφία για τον πόλεμο και την πολιτική ταίριαζε στη συγκεκριμένη εποχή. Παρείχε το πρότυπο όχι μόνο για καταγραφές μεμονωμένων πολέμων, αλλά και για βιβλία γύρω από τα Ελληνικά, τις «Ελληνικές υποθέσεις», ένα από τα οποία, γραμμένο από τον Ξενοφώντα, έχει φθάσει ώς εμάς. Η κύρια εξωτερική απόκλιση από τον Θουκυδίδη ήταν η εγκατάλειψη (βαθμιαία στον Ξενοφώντα) του χρονικογραφικού σχήματος. Ο Θεόπομπος, ο οποίος στη νεότητά του είχε συναγωνιστεί με τον Ξενοφώντα γράφοντας δικά του Ελληνικά, αντιλήφθηκε ότι η παρέμβαση του Φιλίππου του Μακεδόνος σε Ελληνικές υποθέσεις εισήγαγε ένα ισχυρό προσωπικό στοιχείο στην Ελληνική πολιτική. Μετέτρεψε τα Ελληνικά σε Φιλιππικά, «υποθέσεις του Φιλίππου». Η αλλαγή δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς σύγχρονες εξελίξεις στην τέχνη της βιογραφίας, αλλά τα απαραίτητα στοιχεία της Θουκυδίδειας μονογραφίας διατηρήθηκαν. Από την άλλη πλευρά, ο Φίλιστος, ένας ιστορικός από τη Σικελία, εφάρμοσε Θουκυδίδειες μεθόδους στην ιστορία του νησιού του, που ο προκάτοχός του Αντίοχος ο Συρακούσιος είχε πραγματευτεί με Ηροδότειο τρόπο.
Το Θουκυδίδειο πρότυπο δεν λησμονήθηκε ποτέ από ιστορικούς της ελληνιστικής εποχής, από Ρωμαίους ή Βυζαντινούς ιστορικούς. Μερικές φορές μόνον το ύφος του και η εκτεταμένη χρήση του ομιλιών έγιναν αντικείμενα μίμησης, αλλά κανονικά ο συντονισμός πολιτικής και στρατιωτικής ανάλυσης επιβίωσε των αλλαγών. Αποδείχθηκε ικανοποιητικό μέσο για την καταγραφή περιορισμένης περιόδου πολέμων, περιπλεγμένης από εσωτερικές αναταραχές ή επαναστάσεις: αυτό φαίνεται στον Σαλούστιο, παρ’ όλα τα προσωπικά χαρακτηριστικά του. Αλλά ήδη τον 4ο αιώνα π.Χ. υπάρχει μια τάση μετατροπής της Θουκυδίδειας μονογραφίας σε περιεκτική Ελληνική ιστορία από αρχαιοτάτων χρόνων. Την επέκταση αυτή τη συνέλαβε ο Έφορος ο Κυμαίος (που τον ακολούθησε ο Αναξιμένης ο Λαμψακηνός;). Ο Θουκυδίδης είχε, φυσικά, δείξει αυτόν τον δρόμο με τα εισαγωγικά του κεφάλαια για την αρχαϊκή Ελληνική ιστορία· και οι τοπικές ιστορίες εκκινούσαν από τις απαρχές μιας πόλης ή μιας περιφερειακής μονάδας. Η φιλοδοξία του Εφόρου ήταν να δημιουργήσει όχι αρχαιοδιφικές λεπτομέρειες, αλλά πλήρη καταγραφή παρελθόντων πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων για την Ελλάδα στο σύνολό της. Μια ιστορία αυτής της εμβέλειας έπρεπε να καθορίσει τα δικά της όρια σε σχέση με τη μυθική εποχή, και ήταν υποχρεωμένη να εμπλέξει καταγραφή ξένων εθνών (ή «βαρβάρων») στις πολιτικές τους συγκρούσεις και πολιτισμικές διαφορές με τους Έλληνες. Ο Πολύβιος θεωρούσε τον Έφορο προκάτοχό του στη συγγραφή παγκόσμιας ιστορίας, αλλά πρέπει να προσθέσει κανείς ότι ο ίδιος ο Πολύβιος είχε μια στενή θεώρηση της παγκόσμιας ιστορίας. Ο Έφορος ήταν μάλλον ο θεμελιωτής της εθνικής ιστορίας, και ήδη επέδειξε (αν μπορούμε να εμπιστευθούμε ό,τι διασώζεται από αυτόν σε μεταγενέστερες πηγές, όπως ο Διόδωρος) εκείνο το ολέθριο χαρακτηριστικό της εθνικής ιστορίας, την πατριωτική προκατάληψη. Όταν ο Πλούταρχος καταδίκασε τον Ηρόδοτο ως φιλοβάρβαρο, αποδέχθηκε τις αξίες που εισήγαγε ο Έφορος. Στον Έφορο η παγκοσμιότητα υπήρχε μόνο στη μορφή παρεκβάσεων υποταγμένων στην Ελληνική ιστορία. Οι Ρωμαίοι χρονικογράφοι ουσιαστικά αποδέχτηκαν τον τύπο Ελληνικής εθνικής ιστορίας, προσαρμόζοντας τοπικές συνήθειες καταγραφής γεγονότων (μια κληρονομιά του παλαιού αρχιερατικού χρονικού, αν και οι Ρωμαίοι ιστορικοί δεν ενδιαφέρονταν πολύ γι’ αυτό). Στον Εφοριανό (και Ρωμαϊκό) τύπο αφήγησης, η εκμετάλλευση προ-υπάρχοντος ιστορικού έργου ήταν χαρακτηριστική, και ίσως αναπόφευκτη. Ο Έφορος, ως εκ τούτου, ξεκίνησε τη μόδα που κράτησε ώς τις μέρες μας των «βιβλίων που δημιουργήθηκαν από βιβλία», δηλαδή των συμπιλημάτων. Όχι τυχαία, το είδος της ιστορικής επιτομής –ή σύνοψης– κάνει την πρώτη του εμφάνιση με τον σύγχρονο του Εφόρου, τον Θεόπομπο, ο οποίος συνόψισε τον Ηρόδοτο σε δύο βιβλία. Τα συμπιλήματα δεν απαιτούσαν πολλή ιστορίη [δηλαδή έρευνα] με την Ηροδότεια έννοια. Ο Πολύβιος, για παράδειγμα, είχε συνείδηση αυτής της εξέλιξης· παρ’ όλ’ αυτά, με τον Έφορο τα συμπιλήματα είχαν καταστεί αποδεκτή πρακτική στην ιστοριογραφία.
Εν τω μεταξύ, ο Ξενοφών, που διαδραμάτισε τόσο μεγάλο ρόλο στη μετάδοση του Θουκυδίδειου μοντέλου, δημιούργησε ή συνέβαλε στη δημιουργία νέων προτύπων με τα προσωπικά του απομνημονεύματα ως στρατηγού στην υποχώρηση των Μυρίων (Ανάβασις) και με την εγκωμιαστική βιογραφία του βασιλιά Αγησίλαου (της οποίας είχε προηγηθεί το εγκώμιο του Ισοκράτη για τον βασιλιά Ευαγόρα). Τα Απομνημονεύματα από τον Σωκράτη και το Κύρου Παιδεία του ήταν επίσης δυνητικά ιστοριογραφικοί τύποι, και λειτούργησαν ως τέτοιοι σε μεταγενέστερες εποχές, αν και είναι απίθανο ότι ο ίδιος ο Ξενοφών απέδιδε οποιαδήποτε αξία σε αυτά ως τεκμηριωμένες καταγραφές.
Βιβλία για τη μόρφωση (ή τη νεότητα) μεγάλων ανδρών υπήρχαν στην αρχαιότητα και προτιμήθηκαν ξανά με την Αναγέννηση· η θέση τους μεταξύ ιστορίας και μυθιστορίας παρέμεινε διφορούμενη. Συλλογές ρήσεων μεγάλων ανδρών πολλαπλασιάστηκαν μετά τον Ξενοφώντα και χρησιμοποιούνται από τότε για να συμπληρώσουν τις βιογραφίες φιλοσόφων, αγίων και ακόμη και βασιλιάδων. Τα προσωπικά απομνημονεύματα ενός στρατηγού έγιναν δημοφιλές είδος όταν, μετά τον Αλέξανδρο, στρατηγοί έλεγχαν τον γνωστό κόσμο· και παραμένουν στο ρεπερτόριό μας. Τα απομνημονεύματα δύο στρατηγών, του Πτολεμαίου (βασιλιάς Πτολεμαίος Α΄ της Αιγύπτου) και του Ιερωνύμου του Καρδιανού, ήταν οι κυριότερες πηγές για την ιστορία του Αλεξάνδρου και των διαδόχων του. Ο Καίσαρ συνεισέφερε το κύρος του και την υφολογική του δεξιότητα στο γραμματειακό αυτό είδος. Τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. ο Ρωμαίος έπαρχος και Έλληνας ιστορικός Αρριανός χρησιμοποίησε τα απομνημονεύματα του Πτολεμαίου μαζί με εκείνα ενός ελάσσονος συντρόφου του Αλεξάνδρου, του Αριστόβουλου, για να συντάξει αυτό που η σύμπτωση της διάσωσης έχει καταστήσει για εμάς την πιο αυθεντική καταγραφή των εκστρατειών του Αλεξάνδρου. Έγραψε, επίσης, απομνημονεύματα της δικής του εκστρατείας εναντίον των Αλανών. Θα ήταν σχολαστικότητα η προσπάθεια διαχωρισμού σε τέτοια απομνημονεύματα –στα οποία ο συγγραφέας κανονικά μιλάει στο τρίτο πρόσωπο, ακόμη και αν είναι πρωταγωνιστής– του βιογραφικού, του αυτοβιογραφικού και του «ιστορικού» στοιχείου. Ο Πολύβιος γνώριζε πολύ καλά ότι μια βιογραφία στρατηγού είναι κάτι διαφορετικό από μια ιστορία γεγονότων στα οποία εμπλεκόταν ένας στρατηγός, αλλά το πώς διατηρήθηκε η διάκριση στην πράξη είναι ένα άλλο ζήτημα. Με την κατάρρευση της πόλης-κράτους και την εμφάνιση μοναρχιών, πρώτα στην Ελληνιστική Ανατολή και έπειτα στη Ρώμη, η περίοδος άσκησης εξουσίας ενός ηγεμόνα κατέστη η φυσική μονάδα για την πολιτική ιστορία: η ιστορία γινόταν όλο και περισσότερο βιογραφική.
Γενικά, η βιογραφία άκμασε στην Ελληνιστική και στη Ρωμαϊκή περίοδο, όταν οι συγγραφείς επέκτειναν τη βιογραφική πραγμάτευση σε διάφορα είδη ανθρώπων ως αντιπροσωπευτικών ορισμένων μορφών ζωής (θεωρητικής, πρακτικής, φιλήδονης, κ.λπ.). Η βιογραφία των διανοουμένων παρουσίασε τα δικά της μεθοδολογικά προβλήματα: συχνά πολύ λίγα ήταν γνωστά για τη ζωή τους, εκτός απ’ ό,τι μπορούσε να συναχθεί από τα έργα τους. Ακόμη και για συγγραφείς του 4ου αιώνα π.Χ. και αργότερα, για τους οποίους υπήρχε κάποια βιογραφική παράδοση, το ερώτημα μέχρι ποιου σημείου τα έργα αντανακλούσαν τον χαρακτήρα του ανδρός παρέμενε. Η ευκολία και η αυθαιρεσία με τις οποίες οι βιογράφοι εξήγαν συμπεράσματα από τον βίο για τα έργα και το αντίστροφο, φαίνονται σε εμάς απαράδεκτες. Η ανικανότητα να γίνουν αντιληπτά τα αστεία της παλαιάς κωμωδίας είναι έκδηλη: συχνά μετατρέπονταν σε γεγονότα. Πολύ λίγο υλικό διασώζεται από την Ελληνιστική βιογραφία στην αρχική της μορφή (έπρεπε να περιμένουμε έναν πάπυρο να μας δώσει τον βίο του Ευριπίδη από τον Σάτυρο), αλλά οι αριστοτέχνες της Ελληνικής και της λατινικής βιογραφίας της αυτοκρατορικής εποχής εργάστηκαν επί Ελληνιστικών προτύπων και με τη σειρά τους κατέστησαν τα πρότυπα για μεταγενέστερες εποχές. Ο Λατίνος Κορνήλιος Νέπος και εμφανέστερα ο Έλληνας Πλούταρχος εξιδανίκευσαν το Ελληνικό και το Ρωμαϊκό παρελθόν και συνέκριναν Έλληνες «ήρωες» με Ρωμαίους «ήρωες». Τον 3ο και τον 4ο αιώνα μ.Χ., από τον Φιλόστρατο μέχρι τον Ευνάπιο, η βιογραφία χρησιμοποιήθηκε για να υπερασπίσει τον παγανισμό, ενώ οι Χριστιανοί επίσης δημιούργησαν τους υποδειγματικούς βίους επισκόπων, μοναχών και μαρτύρων.
Τα βιογραφικά πρότυπα παγανιστών του πρώιμου 2ου αιώνα μ.Χ., ο Πλούταρχος και ο Σουητώνιος, επέζησαν ώς τον Μεσαίωνα, παρά την εισαγωγή νέων Χριστιανικών θεμάτων και τρόπων. Η χρονολογικά οργανωμένη καταγραφή βίου (τέτοια όπως την έχουμε στον Πλούταρχο) πρέπει να διακριθεί από τη συστηματική περιγραφή ενός ατόμου όπως την έχουμε στους «Καίσαρες» του Σουητώνιου και στους βίους φιλοσόφων από τον Διογένη Λαέρτιο (3ο αιώνας μ.Χ.;). Και οι δύο τύποι έχουν τις ρίζες τους στην Ελληνιστική βιογραφία και τελικά ανατρέχουν στα δύο τμήματα (για τον «βίο» και τις «αρετές») του Αγησιλάου του Ξενοφώντος. Αφού συνάντησαν ποικιλοτρόπως εύνοια σε μετα-κλασικές εποχές, οι δύο τύποι βιογραφίας εκφράζονται ακόμη και τώρα στη διάκριση μεταξύ του «βίου» και της «σκιαγράφησης χαρακτήρα» ή του «προφίλ».
Από τον 4ο αιώνα π.Χ. έχουν, επίσης, υπάρξει βιογραφικές ή αυτοβιογραφικές επιστολές, μια από τις αρχαιότερες και διασημότερες των οποίων προέρχεται ή αποδίδεται στη γραφίδα του Πλάτωνος. Η αυτοβιογραφία, είτε με τη μορφή επιστολών ή διαφορετικά, περιείχε δυνατότητες εξέλιξης προς τα είδη του μονολόγου και των εξομολογήσεων. Τα πρότυπα για εμάς είναι Τα εις εαυτόν του Μάρκου Αυρήλιου και οι Εξομολογήσεις του Αγίου Αυγουστίνου, αλλά οι απαρχές και των δύο ειδών είναι σκοτεινές.
7.
Οι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου έδωσαν νέο πεδίο δράσης στην Ηροδότεια εθνογραφία. Καθώς οι περιοχές που περιέγραψε ο Ηρόδοτος ήταν τώρα στο μεγαλύτερο μέρος υπό Ελληνο-Μακεδονικό έλεγχο, θα μπορούσε να περιμένει κανείς καλύτερες πληροφορίες – και σε κάποιον βαθμό ήταν επικείμενες. Κάποια ονόματα εθνογράφων έγιναν διάσημα τον 3ο και τον 2ο αιώνα π.Χ.: ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης για την Αίγυπτο, ο Μεγασθένης για την Ινδία και ο Αγαθαρχίδης γενικά για την Ασία και την Ευρώπη. Τα λίγα που γνωρίζουμε γι’ αυτούς είναι κατά βάση από δεύτερο χέρι. Ο Αγαθαρχίδης φαίνεται ακόμη ότι υπήρξε ένας πολύ ανθρώπινος παρατηρητής της συνηθισμένης ζωής. Πιο αντιπροσωπευτικός ήταν ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης, ο συγγραφέας μιας φιλοσοφικής Ουτοπίας μάλλον παρά ένας γνήσιος ιστορικός της Αιγύπτου. Είναι δύσκολο να ξεφύγει κανείς από το συμπέρασμα ότι οι Έλληνες διανοούμενοι της πρώιμης Ελληνιστικής περιόδου ενδιαφέρθηκαν περισσότερο για προβλήματα φυσικής γεωγραφίας και για την αστρονομία (ο Ερατοσθένης) παρά για γνώσεις γύρω από τα έθνη ανάμεσα στα οποία εγκαταστάθηκαν ως κυρίαρχοι. Δε μάθαιναν τις γλώσσες των αυτοχθόνων. Ο Μένανδρος ο Εφέσιος ήταν η εξαίρεση, αν ήταν Έλληνας και πραγματικά σπούδασε Φοινικικά και άλλα ξένα αρχεία, όπως δηλώνει ο Φλάβιος Ιώσηπος (Κατά Απίωνος, Ι. 116). Το μεγαλύτερο έργο που έγινε από πρώιμο ιστορικό της ελληνιστικής εποχής δεν αφορά την Ανατολή, αλλά τη μη κατακτημένη Δύση. Ήταν η ατομική προσπάθεια ενός Σικελού εξόριστου στην Αθήνα, του Τίμαιου, και έδειχνε την απομόνωσή του στην κοινωνία της εποχής του. Καθώς ήταν ο πρώτος που ενέπλεξε τη Ρώμη στον ορίζοντα της Ελληνικής ιστορίας, οι Ρωμαίοι τού ανταπέδωσαν μεγάλη προσοχή και, πιθανώς, έμαθαν πολλά από αυτόν στις πρώτες τους προσπάθειες να αφομοιώσουν την Ελληνική τέχνη της ιστοριογραφίας. Ο Πολύβιος, ως εκ τούτου, του επιτέθηκε ως του πιο επικίνδυνου ανταγωνιστή του.
Απομονωμένος στην εποχή του, ο Τίμαιος έδειξε προς το μέλλον όταν οι Ρωμαίοι άρχισαν να κατακτούν την Ανατολή και τη Δύση. Οι Έλληνες μελετητές της εθνογραφίας –όπως ο Πολύβιος, ο Αρτεμίδωρος ο Εφέσιος, ο Απολλόδωρος ο Αρταμιτηνός και ο Ποσειδώνιος– έσπευσαν να περιγράψουν την Ισπανία, τη Γαλατία και την Παρθία. Ένας μεγάλος σοφός, ο οποίος εισήχθη στη Ρώμη ως δούλος, ο Αλέξανδρος Πολυίστωρ (περ. 70 π.Χ.), ειδικεύτηκε στην παροχή προς τους δεσπότες του των εθνογραφικών γνώσεων που χρειάζονταν για να εξουσιάσουν, ή τουλάχιστον για ν’ απολαύσουν τον κόσμο που εξουσίαζαν. Ένα από τα βιβλία του, για τους Ιουδαίους, ήταν επαρκώς καλό για να παράσχει στους Πατέρες της Εκκλησίας αρκετά από τα πιο σκοτεινά χωρία τους από Ιουδαίους συγγραφείς. Είναι αυτή η ύστερη Ελληνιστική γνώση υπό Ρωμαϊκή ηγεμονία μάλλον παρά η πρώιμη Ελληνιστική θεωρία που συνοψίζεται στη γεωγραφία του Στράβωνος – καθεαυτήν προϊόν Ελληνικής πολυμάθειας που εμπνεύστηκε από τα ιδανικά και τα ενδιαφέροντα του Ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού. Η τύχη έκανε τον Στράβωνα (1ος αιώνας μ.Χ.) τον βασικό μεταβιβαστή αρχαίας εθνογραφίας σε μεταγενέστερες εποχές: έχουμε κληρονομήσει από αυτόν την ιδέα μας για την «ιστορική γεωγραφία».
Επίσης Ελληνιστική είναι η ιδέα μας ενός ιστορικο-γεωγραφικού οδηγού για επίσκεψη τόπων ενδιαφέροντος, στη χώρα προέλευσης κάποιου ή εκτός αυτής. Ο Πολέμων ο Ιλιεύς, ο οποίος τον 2ο αιώνα π.Χ. έγραψε για τη δική του πόλη, για την Ακρόπολη της Αθήνας, για «επιγραφές από πόλη σε πόλη», για τη Σαμοθράκη και ακόμη και για την Καρχηδόνα, είναι ένα καλό πρώιμο παράδειγμα κράματος Ελληνικών και μη Ελληνικών τουριστικών ενδιαφερόντων. Αλλά ο Παυσανίας, ο οποίος τον 2ο αιώνα μ.Χ. αυτοπεριορίστηκε στην Ελλάδα, έγινε το αρχέτυπο αυτού του είδους για τους σοφούς της Αναγέννησης – μέσω του απλού γεγονότος ότι είχε διασωθεί.
Αν και ο μετασχηματισμός της Ελληνικής πολυμάθειας από τοπική σε εθνική είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτος τη Ρωμαϊκή περίοδο, ο Δικαίαρχος είχε ήδη γράψει υπό τους Μακεδόνες τον 3ο αιώνα π.Χ. έναν αρχαιοδιφικό και νοσταλγικό «βίο της Ελλάδας» (ένας αξιοσημείωτος τίτλος). Δεν φαίνεται να είχε πολλούς οπαδούς σε αυτό το περιεκτικό και απαιτητικό είδος, αλλά ενέπνευσε τον Βάρρωνα να κάνει το ίδιο για τη Ρώμη. Εκτός από το να γράψει έναν «βίο του Ρωμαϊκού λαού» στο είδος εργασίας που έδωσε ο Δικαίαρχος, ο Βάρρων ξεπέρασε το πρότυπό του στο γιγάντιο Ρωμαϊκές Αρχαιότητες (που χωρίζεται σε «θείες» και «ανθρώπινες»), που κυριάρχησε στη Ρωμαϊκή πολυμάθεια μέχρι τον Άγιο Αυγουστίνο. Το έργο του Βάρρωνος δεν επιβίωσε στον πρώιμο Μεσαίωνα, αλλά όσα είπε ο Άγιος Αυγουστίνος γι’ αυτό ώθησαν τον Flavio Biondo να επιχειρήσει μια αναβίωση του είδους και, τελικώς, να δημιουργήσει τον τύπο των αναγεννησιακών και των νεότερων «Αρχαιοτήτων».
Οι Έλληνες έκαναν περισσότερα από το να παράσχουν στους Ρωμαίους υλικά για χαρτογράφηση της αυτοκρατορίας τους και για πρότυπα πολυμάθειας. Προσπάθησαν να κατανοήσουν και να αφηγηθούν τη Ρωμαϊκή ιστορία κατά τρόπο που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τόσο τους Ρωμαίους όσο και τους Έλληνες. Αρκετοί μπορεί ακόμη και να προσπάθησαν να αντιτάξουν την Ελληνική στη Ρωμαϊκή άποψη για τη συγγραφή Ρωμαϊκής ιστορίας. Οι αποδείξεις δεν είναι σαφείς. Η περίφημη δημόσια συζήτηση, που διαφαίνεται στον Λίβιο, στον Ιουστίνο, στον Πλούταχο ή ακόμη και στον Αμμιανό, για τον ρόλο που έπαιξε η απλή τύχη στις Ρωμαϊκές επιτυχίες, φαίνεται να προέρχεται από την έξαψη της πολεμικής προπαγάνδας, πριν εισδύσει σε ιστορικά έργα. Πολυμαθείς αναδιφήσεις γύρω από την καταγωγή των Ρωμαίων ενοχλούσαν τη Ρωμαϊκή ματαιοδοξία, με τρόπο λιγότερο επικίνδυνο χωρίς να απαιτούν βαθυστόχαστους συλλογισμούς. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς αναφέρεται με αποδοκιμασία σε κάποιες από αυτές τις επικρίσεις των Ρωμαϊκών παραδόσεων. Οι «πραγματικοί» ιστορικοί, που είχαν διαβάσει τον Θουκυδίδη και τον Έφορό τους, προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με όρους αποδεκτούς και για τα δύο έθνη. Είναι πάντοτε δύσκολο να δημιουργηθεί συνεπής αντιστασιακή ιστορία όταν δεν υπάρχει ελπίδα αποτίναξης της ξένης κυριαρχίας.
O Πολύβιος παραμένει η μοναδική έκφραση της στιγμής στην οποία οι Έλληνες για πρώτη φορά στην ιστορία τους αναγνώρισαν την πλήρη απώλεια της ανεξαρτησίας τους. Η Μακεδονική-Ελληνική συμβίωση των προηγούμενων αιώνων δεν τους είχε υποχρεώσει, ή ακόμη και προετοιμάσει, για μια τέτοια καταστροφική παραδοχή. Ο Πολύβιος ήταν ένας ευφυής συγχρονιστής γεγονότων. Προσάρμοσε τη Θουκυδίδεια ιστοριογραφία στη νέα κατάσταση, γράφοντας ιστορία του σύγχρονου κόσμου με τον σχολαστικό σεβασμό στην τεκμηριωμένη αλήθεια, την πολιτική και στρατιωτική επάρκεια, την άμεση παρατήρηση, και τη φροντίδα για ομιλίες, που είχε επιβάλει ο Θουκυδίδης. Στην οργάνωση μιας παγκόσμιας ιστορίας, αν και περιορισμένης στα τελευταία πενήντα χρόνια, ο Πολύβιος βοηθήθηκε από το παράδειγμα του Εφόρου, τον οποίο σεβόταν, και του Τίμαιου, τον οποίο αρεσκόταν να περιφρονεί. Αλλά το σχέδιο ανάλυσής του ήταν δικό του. Δική του επίσης ήταν η έμφαση στην πρακτική χρήση της ιστορίας, με την οποία συνδεόταν η επιδέξια παρουσίαση της Ρωμαϊκής νίκης ως αναπόφευκτης και μόνιμης. Ο Πολύβιος ενέπνευσε τον Ποσειδώνιο, καθοδήγησε τον Λίβιο (στον βαθμό που ο Λίβιος ήταν καθοδηγήσιμος), και αργότερα παρακίνησε τον παγανιστή Ζώσιμο (τον πρώιμο 6ο αιώνα) να καταπιαστεί με την παρακμή της Ρώμης, όπως αυτός, ο Πολύβιος, είχε καταπιαστεί με την άνοδό της. Ανθολογημένος και συνεπώς ακρωτηριασμένος στο Βυζάντιο, για να παράσχει παραδείγματα για στρατιωτικές επιχειρήσεις και διπλωματικές αποστολές, ο Πολύβιος επέστρεψε στη δυτική Ευρώπη τον πρώιμο 15ο αιώνα. Αφού πρώτα τον θαύμασαν στη Φλωρεντία (ο Μακιαβέλι ανάμεσα σε άλλους), στα μέσα του 16ου αιώνα ο Πολύβιος είχε ανέλθει στη θέση του αριστοτέχνη της στρατιωτικής και διπλωματικής ιστορίας για την Ευρώπη στο σύνολό της. Παρέμεινε ο πλέον έγκυρος Έλληνας ιστορικός ώς τη Γαλλική Επανάσταση, όταν αντικαταστάθηκε από τον Θουκυδίδη.
Μετά τον Πολύβιο, το ερώτημα της διασύνδεσης της Ρωμαϊκής ιστορίας με την παγκόσμια ιστορία παρέμενε πάντα παρόν. Ο Ποσειδώνιος εξέτασε σε βάθος την κοινωνική αναταραχή της περιόδου μεταξύ του 145 και περίπου του 63 π.Χ. Περιέγραψε ζωηρά τόσο τον εκφυλισμό των Ελληνιστικών μοναρχιών όσο και την αρπακτικότητα των Ρωμαίων καπιταλιστών. Όταν περιέγραψε στοργικά τον φυλετικό βίο της Γαλατίας και της Ισπανίας, γνώριζε πιθανώς ότι οι Ρωμαίοι ήταν υποχρεωμένοι να τον μετασχηματίσουν. Η επίδραση των Ανατολικών, ιδιαίτερα των Ιουδαϊκών, θεωρήσεων για τη διαδοχή των αυτοκρατοριών συνδυάστηκε με την έρευνα των Ελλήνων ιστορικών. Στις παγκόσμιες ιστορίες που γράφτηκαν στα Ελληνικά τον 1ο αιώνα π.Χ. από τον Διόδωρο και τον Νικόλαο τον Δαμασκηνό (η τελευταία διατηρήθηκε μόνο σε σπαράγματα), οι Ελληνικές προϋποθέσεις κυριαρχούν. Ο Διόδωρος έχει πράγματι μεγάλη δυσκολία να συνδέσει τη Ρωμαϊκή και την Ελληνική ιστορία. Το κράμα Ελληνικών και Ανατολικών στοιχείων ενσωματώνεται βαθύτερα στη δομή της παγκόσμιας ιστορίας που γράφεται στα Λατινικά από τον Γαλλο-Ρωμαίο Trogus Pompeius, που ανήκει στην ίδια περίοδο και έχει μεταδοθεί σε εμάς μόνο στη σύνοψη από τον Ιουστίνο (του 2ου αιώνα μ.Χ.). Παραμένει ανοικτό ερώτημα αν ο Trogus καθοδηγήθηκε από Ελληνική πηγή. Οποιοσδήποτε ανέμειξε πρώτος Ανατολικές θεωρήσεις με την Ελληνο-Λατινική ιστοριογραφία, προετοίμασε τον δρόμο για τις συνόψεις της παγκόσμιας ιστορίας στην ύστερη αρχαιότητα, εκ των οποίων αυτή που συντάχθηκε στα Λατινικά από τον Ορόσιο (τον πρώιμο 5ο αιώνα) διαβαζόταν τον Μεσαίωνα ακόμη και σε Αραβική μετάφραση.
Τροποποιώντας Ελληνικές φόρμες για να γράψουν Ρωμαϊκή ιστορία, άλλοι Έλληνες ιστορικοί δημιούργησαν πρωτότυπα με επιρροή. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς χρησιμοποίησε τα βασικά συστατικά της τοπικής Ελληνικής ιστορίας για να κατασκευάσει μια μνημειώδη Ρωμαϊκή αρχαϊκή ιστορία ή «Ρωμαϊκές Αρχαιότητες». Διάβασε τόσο Ρωμαίους αρχαιοδίφες όσο και Ρωμαίους χρονικογράφους. Το αποτέλεσμα το μιμήθηκε ο Φλάβιος Ιώσηπος στις Ιουδαϊκές Αρχαιότητές του (όπου το «αρχαιότητες» χρησιμοποιείται πάλι με την έννοια της αρχαίας ή αρχαϊκής ιστορίας). Από την ιστοριογραφία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έχει χαθεί πολύ μεγάλο μέρος για να επιτραπούν ασφαλείς εικασίες ως προς τις απαρχές της ιστοριογραφίας των Βάρβαρων εθνών που αναδύθηκαν τον 6ο και τον 7ο αιώνα. Πού βρήκαν τα πρότυπά τους οι Κασσιόδωρος, Γρηγόριος Τουρώνης και Βέδας δεν είναι ακόμη σαφές. Αλλά οι Αρχαιότητες του Διονυσίου και του Ιωσήπου ανήκουν σε αυτήν την ιστορία.
Τον 2ο αιώνα μ.Χ., ο Αππιανός έκανε χρήση Ελληνικής περιφερειακής ιστορίας και Ελληνικής εθνογραφίας για να συμπεριλάβει την επέκταση των Ρωμαίων. Διαίρεσε τους πολέμους τους σύμφωνα με περιοχές, με τη συνέπεια της ανάγκης δημιουργίας ενός ειδικού τμήματος έξω από αυτή τη γεωγραφική τάξη για τους «εμφυλίους πολέμους». Ο Αππιανός (από την Αίγυπτο) εξέφραζε τη νέα αντίληψη του 2ου αιώνα για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως ένωση διάφορων περιοχών. Η αντίληψη αυτή δεν διήρκεσε επί μακρόν, και, ως εκ τούτου, ο Αππιανός δεν βρήκε άμεσους μιμητές, αλλά η ιδέα του για την «ιστορία των εμφυλίων πολέμων» και το παράδειγμά του παράλληλων ιστοριών τοπικών πολέμων ανέκτησαν κύρος στην Αναγέννηση και αργότερα. Όχι μόνο στον Davila και τον Clarendon, αλλά επίσης στον Ranke υπάρχει ακόμη κάτι παραπάνω από μια δόση Αππιανού. Τον 3ο αιώνα μ.Χ. η συγχώνευση Ελληνικών και Ρωμαϊκών παραδόσεων ήταν τέτοια ώστε ο Έλληνας ιστορικός και Ρωμαίος γερουσιαστής Δίων ο Κάσσιος συνέταξε μια Ρωμαϊκή ιστορία σε 80 βιβλία, σύμφωνα με το Ρωμαϊκό χρονικογραφικό σχήμα, ωστόσο σε ύφος εμπνευσμένο κατά βάση από τον Θουκυδίδη. Ο Δίων δίδαξε τους Βυζαντινούς (μέσω των συνόψεων του έργου του μάλλον παρά με το αρχικό κείμενο) τα περισσότερα από αυτά που γνώριζαν για τη Ρωμαϊκή ιστορία. Αλλά ως πρότυπο οι Βυζαντινοί προτιμούσαν τον Ηρωδιανό, ο οποίος έγραψε το περ. 240 μ.Χ. για γεγονότα από τον θάνατο του Μάρκου Αυρήλιου μέχρι το 238 μ.Χ. Τον μετέδωσαν στους πρώιμους ουμανιστές, που συμμερίστηκαν τον θαυμασμό τους. Αμφότεροι δέχτηκαν σοβαρά τις διακηρύξεις ειλικρίνειας του Ηρωδιανού, που αυστηρότεροι έλεγχοι έδειξαν ότι είναι σχεδόν κενές. Ο Δέξιππος, που πραγματικά προσπάθησε σκληρά να ακολουθήσει το παράδειγμα του Θουκυδίδη στις Σκυθικές Ιστορίες του, μια αφήγηση των Γοτθικών πολέμων του 3ου αιώνα, είχε την ευκαιρία να εξαφανιστεί.
8.
Ένας από τους τεχνικούς παράγοντες που κατέστησαν την παγκόσμια ιστορία εφικτή στην Ελληνιστική περίοδο ήταν η εξέλιξη των χρονολογικών μελετών. Τα αποτελέσματα τελικώς ταξινομήθηκαν σε πίνακες και έχουμε μερικές από αυτές τις ταξινομήσεις σε πίνακες Χριστιανών χρονογράφων (ο Ευσέβιος). Αλλά το άλμα από τους δημιουργούς της επιστημονικής χρονολόγησης τον 3ο αιώνα π.Χ. (ο Ερατοσθένης) στους Χριστιανικούς κανόνες είναι ευρύ. Γνωρίζουμε τους δεύτερους καλύτερα απ’ ό,τι τους πρώτους· και ήταν από τους δεύτερους που ο Scaliger έκανε το ξεκίνημά του στην ύστερη Αναγέννηση. Ωστόσο, έχουμε αρκετά από τα πρωτότυπα Ελληνικά κείμενα –όπως τα σπαράγματα από το «Πάριο Μάρμαρο» (χρονικό χαραγμένο σε επιγραφή που βρέθηκε στην Πάρο) και το Χρονικό του Απολλόδωρου– ώστε να γνωρίζουμε πώς έμοιαζαν τα βιβλία της Ελληνιστικής χρονογραφίας: αναρωτιέται κανείς αν ο Απολλόδωρος έγραφε σε έμμετρο λόγο για να απομνημονεύεται.
Για τους άλλους τύπους Ελληνιστικής αρχαιοδιφικής έρευνας βρισκόμαστε σε χειρότερη θέση. Μόνο σπάνια παίρνουμε μια γεύση του γνήσιου προϊόντος. Μερικά καλά σπαράγματα έχουν ανακτηθεί σε παπύρους (για παράδειγμα, σπάραγμα από τις σημειώσεις του Διδύμου για τον Δημοσθένη). Ένα έργο του Διονυσίου του Αλικαρνασσέως για τον Δείναρχο ασχολείται με τη χρονολόγηση και την αυθεντικότητα κειμένων με τον καλύτερο τρόπο Αλεξανδρινής φιλολογίας. Ο ίδιος Διονύσιος και αργότερα ο Πλούταρχος και ο Λουκιανός παρουσιάζουν δείγματα φιλολογικών συζητήσεων που επιδρούσαν στην ιστοριογραφία: ασχολούνται τόσο με τη μορφή όσο και με τα περιεχόμενα. Το περίγραμμα της ενδιαφέρουσας θεωρίας περί ιστορίας του Ασκληπιάδη του Μυρλεανού (1ος αιώνας π.Χ.) διασώζεται από τον Σέξτο Εμπειρικό. Αλλά τα μεγάλα έργα της Αλεξανδρινής και της Περγαμηνής φιλολογίας –αρχίζοντας με το βιο-βιβλιογραφικό ευρετήριο του Καλλίμαχου ή πίνακες– έχουν χαθεί, και τα αποτελέσματά τους είναι γνωστά μόνον από μεταγενέστερα σχόλια, επιτομές, λεξικά και παρόμοια συμπιλήματα. Δεν έχουμε καμία από τις Ελληνιστικές κριτικές εκδόσεις, τα ερμηνευτικά σχόλια σε κείμενα, τις συλλογές επιγραφών, τις εξετάσεις εθίμων και τελετουργικών, ή τις πραγματείες γύρω από «ανακαλύψεις» και «επινοήσεις» (μια από τις πρωιμότερες των οποίων ήταν του Εφόρου). Ούτε έχουμε κανένα από τα τοπικά χρονικά, με την εξαίρεση του χρονικού για το ιερό της Λίνδου (99 π.Χ.), που ανακαλύφθηκε σε μια επιγραφή, και μερική σύνοψη του χρονικού της Ηράκλειας Ποντικής του Μέμνωνος, που διασώζεται στη Βιβλιοθήκη του Φωτίου. Θα είχαμε αρκετά διαφορετική ιδέα της ποικιλίας και έντασης της Ελληνικής ιστορικής έρευνας, αν έργα της Ελληνιστικής πολυμάθειας και τοπικής ιστορίας είχαν αντιπροσωπευτικά διασωθεί.
Η Αναγεννησιακή αρχαιοδιφική πολυμάθεια, εκτός από τη χρονογραφία και τη λεξικογραφία, διέθετε για χρήση λίγα Ελληνικά πρότυπα. Έπρεπε να εξαρτηθεί κυρίως από Ρωμαϊκά αντίστοιχα· και υπάρχει ένα πραγματικό ερώτημα σε πολλές περιπτώσεις, μέχρι ποιου σημείου αυτά τα Ρωμαϊκά πρότυπα απεικόνιζαν Ελληνικά πρωτότυπα. Δεν γνωρίζουμε, για παράδειγμα, το Ελληνικό πρότυπο των Αττικών Νυχτών του Αύλου Γέλλιου (2ος αιώνας μ.Χ.), ένα βιβλίο που διαβαζόταν τον Μεσαίωνα και το οποίο με τη μεσολάβηση των Μiscellanea του Politian έγινε το πρότυπο για σύντομες συζητήσεις κειμένων και αρχαιοδιφικών ζητημάτων. Αναμφίβολα, οι αρχαιοδίφες της ελληνιστικής εποχής ήταν εξίσου πρωτότυποι με τους Έλληνες ιστορικούς της πολιτικής ιστορίας σε σχέση με Ανατολικούς προδρόμους. Διόρθωσαν, αν και δεν εξάλειψαν, τη μονομέρεια της Ηροδότειας-Θουκυδίδειας ιστοριογραφίας. Αυτό δεν πρέπει να υποβαθμίσει τη σαφή διαπίστωση ότι τέτοιες έρευνες σπάνια αναγνωρίζονταν ή ταξινομούνταν ως ιστορικές.
9.
Το άλλο κριτήριο που προτείναμε για μια εκτίμηση της Ελληνικής ιστοριογραφίας, την εξάπλωσή της μεταξύ μη Ελλήνων, μπορεί να αντιμετωπιστεί συντομότερα, διότι εν μέρει υπονοείται σε όσα ειπώθηκαν για την υποδοχή Ελληνικών ιστοριογραφικών μορφών στη Ρώμη. Η Ελληνική ιστοριογραφία έγινε αποδεκτή σε διάφορες χώρες στη διάρκεια του 3ου και του 2ου αιώνα π.Χ., ως τρόπος με τον οποίο οι γηγενείς διανοούμενοι θα μπορούσαν να εξηγήσουν στα Ελληνικά στους Έλληνες και στους ίδιους τους εαυτούς τους ποιες ήταν οι τοπικές τους παραδόσεις. Η φιλοδοξία να φαίνεται κανείς Εξελληνισμένος δεν μπορεί να διαχωριστεί από την προσπάθεια υπεράσπισης της εθνικής παράδοσης ενάντια στις επιδρομές του Εξελληνισμού. Ο Αιγύπτιος Μανέθων, ο Βαβυλώνιος Βήρωσσος, o Ιουδαίος Δημήτριος και ο Ρωμαίος Φάβιος Πίκτωρ, οι οποίοι τον 3ο αιώνα π.Χ. έγραψαν στα Ελληνικά για τις δικές τους χώρες, δεν έγραψαν όλοι υπό τις ίδιες συνθήκες και με τον ίδιο σκοπό. Βαβυλωνιακή ή Αιγυπτιακή ιστοριογραφία του Ελληνικού τύπου στις τοπικές διαλέκτους δεν φαίνεται να αναπτύχθηκε ποτέ. Οι Ρωμαίοι σύντομα πέρασαν από τη συγγραφή ιστορίας στα Ελληνικά στη συγγραφή ιστορίας στα Λατινικά. Επεκτάθηκαν πέρα από Ελληνικές φόρμες σε δικές τους παραλλαγές. Δεν γνωρίζουμε ακριβές Ελληνικό παράλληλο στις Origines (Απαρχές) του Κάτωνος, του πρώτου ιστορικού έργου γραμμένου στα Λατινικά υπό Ελληνική επιρροή. Εάν εμπνεύστηκε από Ελληνικά βιβλία για «ιδρύσεις πόλεων», σύντομα έγινε κάτι άλλο, που συμφωνούσε με τις πραγματικότητες της Ιταλίας του 2ου αιώνα. Ακόμη και οι σκόρπιες θεωρητικές απόψεις του Κικέρωνος για την ιστοριογραφία δεν είναι αναγκαίως απλές προσαρμογές από τα Ελληνικά.
Οι Ιουδαίοι βρίσκονταν σε ιδιόμορφη θέση στον βαθμό που είχαν δικά τους ισχυρά ιστοριογραφικά πρότυπα στη Βίβλο. Από την άλλη πλευρά, η πλειονότητα των Ιουδαίων που αποδήμησαν στην Αίγυπτο, στη Μικρά Ασία και στην Ιταλία ξέχασαν τα Εβραϊκά και τα Αραμαϊκά και τα αντικατέστησαν με τα Ελληνικά. Έπρεπε να έχουν τη Βίβλο μεταφρασμένη στα Ελληνικά. Συνεπώς, η πρόκληση της Ελληνικής ιστοριογραφίας δημιούργησε μεταξύ Ιουδαίων διάφορα αποτελέσματα, τα οποία μπορούν να διαφωτιστούν από το Πρώτο και το Δεύτερο Βιβλίο των Μακκαβαίων. Το Πρώτο Βιβλίο γράφτηκε αρχικά στα Εβραϊκά και αργότερα μεταφράστηκε στα Ελληνικά. Είναι μια δυναστική ιστορία Βιβλικού τύπου σε Βιβλική γλώσσα, αλλά με πολλές τεχνικές λεπτομέρειες (περιλαμβανομένου του ημι-εθνογραφικού κεφαλαίου για τη Ρώμη) που προτάθηκαν από την Ελληνική ιστοριογραφία. Το Δεύτερο Βιβλίο είναι, χαρακτηριστικά, επιτομή μιας μεγαλύτερης ιστορίας στα Ελληνικά που γράφτηκε από τον Ιουδαίο Ιάσονα τον Κυρηναίο. Οι τεχνικές αυτού του βιβλίου είναι σε μεγάλο βαθμό εκείνες της περισσότερο δημοφιλούς Ελληνικής ιστοριογραφίας με την κατάχρηση θαυμάτων και επεισοδίων γεμάτα πάθος. Ταυτοχρόνως, είτε ο επιτομιστής είτε ο Ιάσων ο ίδιος γνώριζε το Βιβλικό Βιβλίο των Κριτών, και παρουσιάζει τον Ιούδα Μακκαβαίο στη μεγαλοπρεπή απομόνωση των παλαιών Κριτών. Tα επεισόδια του μαρτυρίου υποδεικνύουν μια νέα θρησκευτική αντίληψη η οποία είναι Ιουδαϊκής μάλλον παρά Ελληνικής προέλευσης. Επιπλέον, η ιστορική αφήγηση προτρέπει τους Ιουδαίους της Αιγύπτου να συμμετάσχουν σε μια νέα εορτή. Οι Έλληνες έδωσαν ιστορικές ερμηνείες εορτών (ο Καλλίμαχος, που τον ακολούθησε ο Οβίδιος), αλλά δε φαίνεται να είχαν γράψει ποτέ ιστορικά βιβλία για να προτείνουν τον εορτασμό τελετών. Ο Εβραίος συγγραφέας προσπαθεί να ξεπεράσει το Βιβλίο της Εσθήρ, που ήταν το αρχέτυπο του Ιουδαϊκού εορταστικού βιβλίου. Συγκριτικά, ο Φλάβιος Ιώσηπος βρίσκεται πολύ περισσότερο στο άμεσο είδος εργασιών της γνήσιας Ελληνικής ιστοριογραφίας, παρά την εκτεταμένη χρήση του της Βίβλου και της πρώιμης προσπάθειάς του να γράψει ιστορία στα Αραμαϊκά (για την οποία δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα). Εκτός από το ότι πήρε ως πρότυπο για τις Ιουδαϊκές Αρχαιότητές του τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, έγραψε τρία άλλα έργα στο Ελληνικό ύφος – μια ιστορία πολέμου (του Ιουδαϊκού Πολέμου του 66-70 μ.Χ.), ένα πολυμαθές πολεμικό έργο (Κατά Απίωνος), και μια αυτοβιογραφία.
Το ύφος των Ελλήνων ιστορικών επηρέασε τους γηγενείς μιμητές τους ακόμη και στη χρήση αποδείξεων στις τοπικές διαλέκτους. Ο πλούτος επίσημων χρονικών και εγγράφων στην Εγγύς Ανατολή είχε ήδη υπογραμμιστεί από Έλληνες ιστορικούς όπως ο Κτησίας, και έγινε ευκαιρία για τα εθνικιστικά καυχήματα του Μανέθωνος, του Βηρώσσου και του Ιωσήπου. Αλλά ποτέ δεν έκαναν εκτεταμένες έρευνες για έγγραφα. Ακολούθησαν βασικά την Ελληνική πρακτική αναφοράς σε ευκόλως προσβάσιμες παραδόσεις, είτε γραπτές είτε προφορικές.
Η ευκολία με την οποία οι ξένοι μπορούσαν να κάνουν χρήση των Ελληνικών προτύπων για ποικιλία σκοπών συμβαδίζει με την ευκολία με την οποία οι Έλληνες έγιναν ιστορικοί ξένων εθνών και ηγεμόνων. Οι Έλληνες έγραψαν εκ μέρους του Αννίβα, σχεδόν όπως οι επίσημοι ιστορικοί του· και ο Πολύβιος ήταν αρκετά τυχερός να ανακαλύψει ότι όχι μόνον η Ρωμαϊκή εκδοχή του πρώτου Καρχηδονιακού πολέμου (από τον Φάβιο Πίκτωρα) αλλά επίσης η Καρχηδονιακή (από τον Σικελό Φιλίνο) είχε γραφτεί στα Ελληνικά. Υπήρχαν πιθανώς Καρχηδονιακές (και Ετρουσκικές;) ιστορίες στο Ελληνικό ύφος αλλά στις τοπικές διαλέκτους, τις οποίες δεν θα διαβάσουμε ποτέ. Μια από αυτές μπορεί να αναφέρει ο Σαλούστιος (Jugurtha, 17). Την εθνική ιστορία, την οποία οι Έλληνες έγραψαν μόνον εν μέρει και σπασμωδικά για τους ίδιους, κατάφεραν να γράψουν αρκετά εύκολα για άλλα έθνη. Ο τύπος εθνικής ιστορίας που συνέλαβαν οι Ιταλοί ουμανιστές προς όφελος των νέων εθνικών κρατών της Ευρώπης (από την Αγγλία και τη Γαλλία ώς την Ουγγαρία και την Πολωνία) ήταν ένα κράμα του Λιβίου και προτύπων της ύστερης αρχαιότητας. Η ουμανιστική εθνική ιστοριογραφία συμφωνεί στη μορφή, στη λειτουργία και στο ήθος με το έργο που έγινε από Έλληνες (και αργότερα από Ρωμαίους) στη συγγραφή της ιστορίας άλλων εθνών. Αυτή ήταν πάντοτε μια ιστορία η οποία, αφού απέτιε φόρο τιμής σε θρύλους καταγωγής, απέδιδε ιδιαίτερη θέση σε πολέμους. Ταίριαζε ιδιαίτερα στους Ρωμαίους, αλλά ακόμη και οι Ιουδαίοι χρησιμοποιούσαν την Ελληνική ιστοριογραφία, κυρίως για να ιστορήσουν τους δικούς τους πολέμους.
10.
Οι Έλληνες ιστορικοί σαφώς δεν ήταν προετοιμασμένοι για το Χριστιανικό μήνυμα είτε με τη μορφή που μεταδόθηκε από τον Ιησού και τους άμεσους μαθητές του είτε με τη μορφή που επεξεργάστηκε η Εκκλησία των πρώτων δύο αιώνων. Η Ιστορία της Σωτηρίας δεν ήταν ένας Ελληνικός τύπος ιστοριογραφίας την παγανιστική εποχή. Ούτε τα ιστορικά βιβλία της Βίβλου χρησιμοποιούνταν πολύ ως πρότυπα για τους Χριστιανούς, διότι αφηγούνταν την ιστορία ενός υπαρκτού έθνους στην υπακοή ή ανυπακοή του προς τον Θεό στη διάρκεια περιόδων της οργανωμένης πολιτικής του ζωής. Κανείς Ιουδαίος προφανώς δεν σκέφτηκε ποτέ να εξιστορήσει τη Βαβυλώνια εξορία (ή την περίοδο μετά την καταστροφή του Δεύτερου Ναού). Οι Χριστιανοί ήταν ένα νέο έθνος, και ο Ιησούς ήταν η αρχή μιας νέας ιστορίας. Το έθνος δημιουργήθηκε από το βάπτισμα, δηλαδή από μια ατομική επιλογή. Ωστόσο, ήταν επίσης ένα έθνος προαιώνιο, και προορισμένο να διαλύσει τα άλλα έθνη.
Τα ιστορικά έργα που εξέφραζαν αυτήν τη νέα άποψη, με τις συνέπειές της για την αιωνιότητα, έπρεπε να είναι νέες δημιουργίες. Ακόμη και για τον Λουκά και τις Πράξεις, που γράφτηκαν από άνδρες εξοικειωμένους με Έλληνες ιστορικούς και ανυπόμονους να ακολουθήσουν την παράδοσή τους, είναι αδύνατο να βρεθεί παράλληλο στους υπάρχοντες Έλληνες ιστορικούς: πράγματι ο Λουκάς είχε τον Μάρκο ως βασικό του πρότυπο. Αυτό που τα Ευαγγέλια –είτε κανονικά είτε απόκρυφα– και οι Πράξεις παρουσίασαν ήταν η αρχή μιας νέας γης κι ενός νέου ουρανού: δεν αναμενόταν καμία συνέχιση της ιστορίας (εκτός ίσως με όρους αποκάλυψης). Για δύο αιώνες περίπου δεν υπήρξε περαιτέρω Χριστιανική ιστοριογραφία που να ασχολείται με τη Χριστιανοσύνη στο σύνολό της. Οι Πράξεις των Μαρτύρων μπορούν να συγκριθούν με μερικά κεφάλαια από το Δεύτερο και το Τέταρτο βιβλίο των Μακκαβαίων και με την Ελληνική και τη Ρωμαϊκή γραμματεία για τον θάνατο επιφανών ανδρών. Πίσω από όλα υπάρχει η καταγραφή του θανάτου του Σωκράτη, αν και τα ιουδαϊκά κείμενα είναι, ίσως, ανεξάρτητα από αυτήν.
Όταν ο Κωνσταντίνος κατέστησε τον Χριστιανισμό κοινωνικά αποδεκτό, αναδύθηκε ένα ιστορικό θέμα που υπόκειτο σε τουλάχιστον κάποιες από τις παραδοσιακές πρακτικές της Ελληνικής ιστοριογραφίας: η εξάπλωση της αληθινής Αποστολικής Εκκλησίας και η σταθεροποίησή της εναντίον αιρέσεων και εκτελέσεων, με αποκορύφωμα την αναγνώρισή της και την επίσημη ανοχή της από το Ρωμαϊκό Κράτος. Τα Ευαγγέλια αφηγούνται πώς το μήνυμα της σωτηρίας είχε αποκαλυφθεί και εξαπλωθεί. Η νέα «εκκλησιαστική» ιστορία, όπως επινοήθηκε από τον Ευσέβιο, είναι η καταγραφή της εξέλιξης της Εκκλησίας εντός σαφών ορίων χρόνου και χώρου, στους νικηφόρους αγώνες της εναντίον αιρετικών και διωκτών. Η νέα ιστορία εφοδιαζόταν με τεκμηρίωση που θα ήταν αδιανόητη στη συνήθη πολιτική ιστορία, αλλά δεν ήταν ανήκουστη σε αρχαιοδιφικά, πολεμικά και βιογραφικά έργα. Το παράδειγμα του Αλεξάνδρου Πολυίστωρος, φημισμένου ως επιμελούς ερανιστή κειμένων για τους Ιουδαίους, ήταν πιθανώς ιδιαίτερης σημασίας για τον Ευσέβιο. Στους συνεχιστές του Ευσέβιου τους επόμενους δύο αιώνες (από τον Σωκράτη, τον Σωζομενό, τον Θεοδώρητο, και τον Φιλοστόργιο μέχρι τον Ευάγριο) η εκκλησιαστική ιστορία έγινε αφήγηση δογματικών διαμαχών και των σχέσεων μεταξύ των Αυτοκρατόρων και της Εκκλησίας. Για λόγους που μόνον αμυδρά μπορούμε να αντιληφθούμε, η εκκλησιαστική ιστορία έχασε την οικουμενική της σημασία στην αρχή του 7ου αιώνα. Στη Δύση η κατάτμηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επενέργησε εναντίον ενός φιλολογικού είδους που προϋπέθετε ένα Κράτος αντιμέτωπο με μία Εκκλησία και πολλές αιρέσεις. Στην Ανατολή, όπου η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επιβίωσε, κατέστη ίσως δύσκολος ο διαχωρισμός των υποθέσεων της Εκκλησίας από τις υποθέσεις του Κράτους. Υπήρξαν προσπάθειες στη Δύση δημιουργίας τοπικών εκκλησιαστικών ιστοριών, αλλά, όπως το παράδειγμα του Βέδα αρκεί να δείξει, ήταν αδύνατο ακόμη και εντός περιορισμένων συνόρων να διαχωριστεί ό,τι ήταν ιερό από ό,τι ήταν κοσμικό. Μια ανεξάρτητη ιστορία της Παγκόσμιας Εκκλησίας δεν είχε νόημα ξανά, μέχρι τη Μεταρρύθμιση και την Αντι-Μεταρρύθμιση. Η Εκκλησιαστική ιστορία ευτύχησε σε περιόδους δογματικών διαμαχών.
Η Εκκλησιαστική ιστορία δεν είχε ποτέ την πρόθεση να είναι και ποτέ δεν έγινε υποκατάστατο της πολιτικής ιστορίας. Οι Χριστιανοί Προκόπιος και Αγαθίας έγραψαν Θουκυδίδειες ιστορίες πολέμων πολύ καιρό αφότου ο Ευσέβιος είχε δημιουργήσει τον νέο τύπο ιστορίας του. Ο δυισμός μεταξύ ιερής και κοσμικής ιστορίας, μεταξύ ιστορίας του Κράτους και ιστορίας της Εκκλησίας –που για αντίθετους λόγους ούτε οι Έλληνες ούτε οι Ιουδαίοι είχαν γνωρίσει ποτέ– γεννήθηκε με τον Ευσέβιο. Αυτός ο δυισμός ήταν δύσκολο να υποστηριχθεί έναντι των περιπλοκών του συνήθους βίου. Μετά τον Ευσέβιο, η εκκλησιαστική ιστορία αποδείχθηκε ασταθής συμβιβασμός. Γραφόταν με σημαντική συμβολή από την Ελληνική επιδεξιότητα. Αλλά ήταν πολύ διαφορετική από όλες τις προγενέστερες ιστορίες που είχαν γράψει ποτέ οι Έλληνες. Προϋπέθετε Αποκάλυψη και έκρινε την ιστορία σύμφωνα με Αποκάλυψη.
11.
Πριν από τον Χριστιανισμό, οι Έλληνες ιστορικοί ποτέ δεν παρείχαν κάτι περισσότερο από ερμηνείες περιορισμένων ανθρώπινων πεπραγμένων. Λειτουργούσαν σύμφωνα με αποδείξεις, και διαβάθμιζαν τις αποδείξεις σύμφωνα με τις πιθανότητες. Από αυτήν την άποψη, το κύριο ερώτημα που τίθεται είναι αυτό που έχουμε ήδη θέσει: πόσο επαρκείς ήταν οι Έλληνες ιστορικοί στην εκτίμησή τους των αποδείξεων; Το ερώτημα, αν τεθεί αυστηρά, εμπλέκει την παρέμβαση της ρητορείας στην ιστορική έρευνα.
Αλλά η αξία που είμαστε τώρα προετοιμασμένοι να αποδώσουμε στην Ελληνική ιστοριογραφία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτό που περιμένουμε από την ιστορική έρευνα. Είναι βέβαιο ότι η ιστοριογραφία είναι πιο σημαντική για εμάς απ’ ό,τι ήταν για τους Έλληνες. Αυτό οφείλεται κατά βάση σε τέσσερις παράγοντες. Δεδομένου ότι ο Ιουδαϊσμός, ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ είναι θρησκείες η εγκυρότητα των οποίων εξαρτάται από τη γνησιότητα ορισμένων παραδόσεων, η ιστορική έρευνα έχει καθοριστική σημασία στην εκτίμηση των ισχυρισμών τους (πράγμα που δε συνέβαινε με τον κλασικό παγανισμό). Δεύτερον, η αυξανόμενη ταχύτητα και η διάσταση των κοινωνικών και πνευματικών αλλαγών προκάλεσαν αντίστοιχη αύξηση στο αίτημα για ιστορική έρευνα για να ερμηνευθούν και να εκτιμηθούν οι αλλαγές. Τρίτον, τους τελευταίους δύο αιώνες η ιστορία έχει κληθεί να παράσχει κοινοτική ταυτότητα στα έθνη που ιδρύθηκαν με ταχύτητα άγνωστη τους προηγούμενους αιώνες. Τελικώς, οι φυσικές και βιολογικές επιστήμες έχουν οι ίδιες αναπτύξει μια ιστορική πλευρά, ιδιαίτερα σε θεωρίες για την εξέλιξη του κόσμου και των ειδών, και έχουν ενθαρρύνει την ιδέα ή την ελπίδα για μια καθολική ιστορική ερμηνεία της πραγματικότητας.
Η Ελληνική προ-Χριστιανική ιστοριογραφία δεν είχε πρόθεση να αποκαλύψει τη μοίρα του ανθρώπου. Είναι, συνεπώς, επίσης ξένη σε οποιαδήποτε ιδέα εξέλιξης Εγελιανού είδους, όπου τα γεγονότα είναι τόσο η προοδευτική αυτο-αποκάλυψη της αλήθειας όσο και το κριτήριο της αξίας. Αλλά η ιδέα ενός ιστορικού συνεχούς από την αρχή του κόσμου, που είναι χαρακτηριστικό της Παλαιάς Διαθήκης σε σύγκριση με την Καινή, δε φαίνεται να είναι, σε τελική ανάλυση, ασυμβίβαστη με τις εμπειρικές μεθόδους της Ελληνικής ιστοριογραφίας: καθίσταται ζήτημα αποδείξεων. Υπαινιγμοί μιας γενικής εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας μπορούν, φυσικά, να βρεθούν στην Ελληνική σκέψη, και η ομοιότητα συνεχίζεται στον βαθμό που τόσο οι Έλληνες όσο και οι Ιουδαίοι συμμερίζονταν την ψευδαίσθηση ενός αρχικού Χρυσού Αιώνα. Ούτε φαίνεται να υπάρχει λογική ασυμβατότητα μεταξύ των μεθόδων του Ηροδότου και του Θουκυδίδη και της δημιουργίας μιας γενικής εμπειρικής επιστήμης της κοινωνίας. Ο Αριστοτέλης, εξάλλου, λειτούργησε με τα δεδομένα που συγκέντρωσαν προγενέστεροι ιστορικοί ή η δική του σχολή προκειμένου να δημιουργήσει τις επιστήμες της πολιτικής και της ηθικής. Οι περιορισμοί της ιστορικής έρευνας των Ελλήνων θα απέβαιναν ολέθριοι μόνον αν διαβεβαιωνόμασταν ότι δεν υπάρχει τρόπος ενοποίησης αυτών που οι Έλληνες πραγματεύτηκαν ως πραγματική ιστορία και αυτών που ταξινόμησαν ως βιογραφία, φιλολογία, αρχαιότητες, και ούτω καθεξής. Αλλά η ενοποίηση της πολιτικής ιστορίας με άλλους κλάδους έρευνας του παρελθόντος είναι τώρα πραγματικότητα· και αν κάτι είναι ευκταίο, είναι η αποφυγή της πλάνης ότι δεν υπήρξε ποτέ κατάλληλη αιτία για να γίνει ώς ένα σημείο διάκριση μεταξύ των διαφορετικών κλάδων.
Η πιο σοβαρή αντίρρηση κατά της Ελληνικής προσέγγισης στην ιστορία θα ήταν, ίσως, ότι δεν μπορεί ποτέ να αποτιμήσει το επίτευγμα, παρά μόνο με αναφορά στην επιτυχία, και ως εκ τούτου δεν μπορεί ποτέ να διδάξει κάτι περισσότερο από τη σύνεση. Η αντίρρηση δεν μπορεί να απαντηθεί απλώς με αναφορές σε εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες οι Έλληνες ιστορικοί δείχνουν εκτίμηση προς τη γενναιοδωρία ή τη συγχώρεση ή τη θυσία. Θα έπρεπε να δείξει κανείς ότι υπήρχε πραγματική θέση για τέτοιες αξίες στην Ελληνική ιστοριογραφία. Η κατάδειξη αυτή δεν θα ήταν εύκολη. Όθεν η υποτίμηση της ιστορίας όχι μόνο στις αρχαίες, αλλά και νεότερες ηθικές θεωρίες, ακόμη και στον Καντ· όθεν η νοσταλγία για τους Εβραίους προφήτες που γνώριζαν λίγη ιστορία, αλλά τουλάχιστον γνώριζαν τι ήταν δίκαιο. Παραμένει γεγονός ότι η Ελληνική ιστοριογραφία ποτέ δεν αντικατέστησε τη φιλοσοφία ή τη θρησκεία και ποτέ δεν έγινε ανεπιφύλακτα αποδεκτή από καμία από τις δύο. Η θέση της ιστοριογραφίας δεν ήταν ποτέ σαφώς αποσαφηνισμένη στους Έλληνες. Η επιλογή των Ελληνικών ιστοριογραφικών προτύπων, ακόμη και σε εκσυγχρονισμένες εκδοχές, ως εκ τούτου συνεπάγεται εμπλοκή στις δυσκολίες της χρήσης τέτοιων προτύπων όταν έρχονται αντιμέτωπα με τη θρησκεία ή τη φιλοσοφία.